"Ένα Τραπέζι Γεμάτο Αμηχανία"

58 4 5
                                    

Την επόμενη μέρα η Αθηνά με την Ειρήνη ετοιμάστηκα από νωρίς και πήγαν τα παιδιά στον Μάνο.
Μετα πήγαν να ψωνησουν ρούχα.

Η ώρα είχε περάσει είχε πάει απόγευμα.

Ο Ιάκωβος δεν είχε πάει ακόμα σπίτι. Ήταν ακόμα στο βουνό με τον Λυκούργο.

Τα Κορίτσια ξεκίνησαν το μαγείρεμα. Ήθελαν να περιποιηθούν μόνες τους τα αγόρια τους.

Μετά από περίπου δύο ώρες ήρθε ο Ιάκωβος. Τα είχαν σχεδόν έτοιμα όλα. Όταν της είδε μαζί παραξενεύτηκε.

Ιακ. Τι κάνετε; και κυρίως γιατί είστε μέσα στο αλεύρι και οι δύο;
Αθ. Είπαμε να μαγειρεψουμε. Και φτιάξαμε μια πίτα.
Ιακ. Έφτιαξες εσύ Αθηνά μου πίτα;
Αθ. Ναι γιατί; Δεν με έχεις ικανή;
Ιακ. Δεν είπα αυτό.
Αθ. Τότε;
Ιακ. Τίποτα. Άστο.
Αθ. Έλα Ιάκωβε πες αυτό που σκέφτηκες.
Ιακ. Καλά. Σκέφτηκα ότι η πίτα σου αποκλείετε να είναι σαν της Αναστασίας.
Αθ. Εε εντάξει μπορεί να μην είμαι στην μαγειρική τόσο καλή αλλά είμαι αλλού. Έτσι θέλω να πιστεύω τουλάχιστον.
Ιακ. Αυτό ακριβώς θα σου έλεγα και εγώ. (και της έκλεισε το μάτι)
Ε. Αθηνά αν δεν με θες κάτι άλλο να πάω να ετοιμαστώ; Πέρασε η ώρα.
Αθ. Ναι ειρήνη μου πήγαινε θα ανέβω και εγώ σε λίγο.
Ε. Ωραία.
Ιακ. Τι έγινε που θα πάτε;
Αθ. Πουθενά δεν θα πάμε. Εδώ θα μείνουμε απλά εχουμε κανονίσει ένα τραπέζι.
Ιακ. Τραπέζι;
Αθ. Ναι. Για αυτό πάμε πάνω να ετοιμαστούμε.
Ιακ. Μάλιστα. Δεν θα μου δώσεις καμία πληροφορία να φανταστώ;
Αθ. Όχι θα σου δώσω. Να είσαι ευγενικός και όχι λες και σου έχουνε σκοτώσει την γυναίκα. (είπε χαμογελώντας)
Ιακ. Μάλιστα.

Η Αθηνά με τον Ιάκωβο ανέβηκαν πάνω και ετοιμάστηκαν.

Μετά από λίγο κατέβηκαν κάτω και άρχισαν να στρώνουν το τραπέζι.
Κατέβηκε και η Ειρήνη.

Αθ. Ειρήνη μου είσαι μια κούκλα.
Ε. Πια μίλησε.
Ιακ. Σε παρακαλώ η Αθηνά μου είναι πάντα μια κούκλα. Ειδικά σήμερα που φοράει τα γαλάζια.
Αθ. Βρε μανία που την έχεις.
Ε. Έχει δίκιο Αθηνά.

Η Αθηνά δεν πρόλαβε να απαντήσει. Χτύπησε το κουδούνι.

Αθ. Πάω εγώ.
Ιασ. Καλησπέρα σας. Αυτά είναι για εσάς.
(Και τις έδωσε μια ανθοδέσμη.)
Αθ. Σε ευχαριστώ πολύ δεν ήταν ανάγκη.
Ιασ. Και αυτά τα γλυκά θέλουν ψυγείο..
Ε. Σε ευχαριστούμε.
Αθ. Έλα πέρασε μην στέκεσαι στην πόρτα.
Ιασ. Σας ευχαριστώ.
Ιακ. Αθηνά;
Αθ. Όλα μετά.
Ιακ. Καλά...
Ε. Έλα κάθισε.

Ο Ιάσωνας έκατσε στο τραπέζι αλλά ήταν πολύ μαγκωμενος.
Κύριος λόγος ήταν το βλέμμα του Ιακώβου που τον κοίταζε όλη την ώρα καχύποπτα από πάνω μέχρι κάτω.
Η Ειρήνη που κατάλαβε την αμηχανία του Ιάσωνα κατέβασε το ένα χέρι της από το τραπέζι και το έμπλεξε με το δικό του.

Απρόσμενος έρωτας ❤️Where stories live. Discover now