Ήταν μια συνηθισμένη μέρα στην Φλωρεντία, μια πόλη της Ιταλίας, όπου η Κέιτι Μόργκαν κοιμόταν στα ζεστά παπλώματά της, όταν άκουσε μια φωνή να φωνάζει το όνομά της. Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω στο δωμάτιό της. Δεν ήταν κανένας << θα ήταν της φαντασίας μου>> σκέφτηκε και προσπάθησε να σηκωθεί. Η ατμόσφαιρα του δωματίου της τής φάνηκε περίεργη, κάπως σκοτεινή και "νεκρή".Όταν βγήκε από το δωμάτιο της και πήγε να βρει τους γονείς της όπου κοιμόντουσαν στη διπλανή κρεβατοκάμαρα. Της είχε φανεί περίεργο που δεν την είχε ξυπνήσει σήμερα η μητέρα της ή που δεν της φώναζε από τον κάτω όροφο και είχε ανησυχήσει, γιατί από χθες φέρονταν περίεργα. Για παράδειγμα της είχαν πει να πάει για ύπνο από τις 21:00 και να μην ανοίξει κανένα παράθυρο και να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου. Επίσης της είχαν πει να μην ανοίξει την πόρτα άσχετα από ότι θα άκουγε, όμως εκείνη τίποτα δεν είχε ακούσει όλο το βράδυ ή έτσι πίστευε.
Κατευθύνθηκε στη πόρτα που βρισκόταν το δωμάτιό τους και μια περίεργη μυρωδιά έβγαινε από εκεί, σαν κάποιος να πέθανε ή τη μυρωδιά του αίματος. Μπήκε μέσα και δεν πίστευε στα μάτια της. Η μητέρα της ήταν χλωμή ξαπλωμένη με γουρλωμένα τα μάτια στο κρεβάτι της και ο μπαμπάς της βρισκόταν στο πάτωμα και γύρω από τους καρπούς των χεριών του υπήρχε αίμα. Το κορίτσι είχε βάλει τα κλάματα από αυτό που έβλεπε. Κοίταξε γύρω γύρω για να δει αν υπήρχε κανένας, όμως ήταν μόνο εκείνοι. Τα παντζούρια ήταν ακόμη κλειστά και τίποτα δεν έδειχνε να παραβίασε το χώρο. Αισθανόταν τόσο φοβισμένη, μόνη και θλιμμένη που μόλις είχε χάσει τους γονείς της. Όταν συνήλθε λίγο από το κλάμα πήρε τηλέφωνο την αστυνομία:
-Ναι, γεια σας, είχαμε διάρρηξη στο σπίτι μου ή έτσι νομίζω και οι γονείς μου είναι νεκροί, είπε αναστατωμένα το κορίτσι.
-Πείτε τη διεύθυνσή σας, ακούστηκε μια κυρία από την άλλη μεριά της γραμμής.
-Φουριέ 18, είπε το κορίτσι.
-Ευχαριστούμε, σε λίγη ώρα θα έχουμε φτάσει μαζί με έναν ιατροδικαστή, απάντησε η γυναίκα και έκλεισε το τηλέφωνο.
Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, η Κέιτι σκέφτηκε πως θα έπρεπε να ανοίξει τα παράθυρα για να φωτιστεί λίγο το σπίτι. Αρχικά ξεκίνησε με το δωμάτιο των γονιών της. Όταν άνοιξε τα παράθυρα και μπήκε το φως της ημέρας στο δωμάτιο, και τα πρόσωπα των νεκρών πλέον γωνιών της φωτίστηκαν. Για αρκετή ώρα καθόταν και τους κοιτούσε. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτο που έβλεπε. Ταυτόχρονα σκεφτόταν και για το ποιος μπορεί να το είχε κάνει αυτο, αφού δεν υπήρχε κανένα ίχνος διάρρηξης και σκεφτόταν συνέχεια αυτη τη φωνή που άκουσε νωρίτερα. Ξαφνικά την έλουσε κρύος ιδρώτας "κι αν ειναι ακόμη αυτός ή αυτη εδω μέσα και με κοιτάζει; θα θέλει να σκοτώσει και εμενα;", σκέφτηκε. Ξαφνικά η πόρτα χτύπησε και, η Μόργκαν, είδε από το παράθυρο πως η αστυνομία είχε φτάσει ήδη σπίτι της. Αυτο ομως που την έκανε να κοκαλωσει από το φόβο της ήταν το ότι δεν είχε προσέξει τι στεκόταν από πίσω της.
YOU ARE READING
Σκιές στο σκοτάδι
Teen FictionΗ Κέιτι Μόργκαν είναι ένα συνηθισμένο υιοθετημένο κορίτσι, ή έτσι νομίζει, μέχρι τα δεκαπέντε της χρόνια όταν καταλαβαίνει ότι μπορεί να βλέπει κάτι παραπάνω από ανθρώπους. Στα γενέθλιά της καταλαβαίνει την ικανότητά της και την αξιοποιεί στην αναζή...