Ο Βίκτωρας σέρνει τις πόρτες για να ανοίξουν. Κοιτάζει σχεδόν με δέος το γραφείο. Το γραφείο του πατέρα μου. Σκέφτεται με περηφάνια.Η ώρα είχε πάει εννιά παρά το βράδυ, και ο κόσμος είχε εγκαταλείψει πλέον το σπίτι.
Βαδίζει ως την έδρα, νιώθοντας σαν κλέφτης. Δεν είχε το δικαίωμα να αγγίζει τα πράγματα του, ιδιαίτερα μετά από αυτό που του έκανε. Τον πρόδωσε με τον χειρότερο τρόπο που θα μπορούσε να σκαρφιστεί.
Κοιτάζει την κορνίζα επάνω στην έδρα. Την μοναδική φωτογραφία μέσα στο γραφείο του, κι αυτή απεικονίζει τον μικρό Βίκτωρα, αθώο τότε και ανέμελο, χωρίς έγνοιες, χωρίς καμια κακία μέσα του.
Κάθεται στην δερμάτινη καρέκλα, αγγίζοντας το αγόρι με τα καστανόξανθα μαλλιά στην φωτογραφία. Μακάρι να γυρνούσα εκεί. Μακάρι να γυρνούσε ο χρόνος πίσω και να τα αλλάζαμε όλα, μπαμπά. Σκέφτεται με τα μάτια του να βουρκώνουν.
Ξαφνικά ακούει βήματα να πλησιάζουν. Πίστευε ότι πρόκειται για την Θεώνη, μιας και είναι η μοναδική που έμεινε ως αργά στο σπίτι. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, αντικρίζει την Άννα στην είσοδο, κι όχι την εύσωμη σιλουέτα της Θεώνης.
«Δεν έφυγες ακόμη;» Την ρωτάει.
Η κοπέλα δένει αμήχανα τα δάχτυλα μπροστά από την κοιλιά της.
«Ήθελα να σε αποχαιρετήσω πρώτα.» Του εξομολογείται.Ο Βίκτωρας κατσουφιάζει σε αυτή της την ανακοίνωση.
«Να με αποχαιρετήσεις;» Επαναλαμβάνει, πιστεύοντας ότι άκουσε κάτι λάθος.«Ναι, Βίκτωρα. Αποφάσισα να γυρίσω στην μάνα μου, στα Κύθηρα.» Το κάνει πιο ξεκάθαρο, κοιτάζοντας τον με θάρρος.
«Μόνιμα;» Την ρωτάει διστακτικά.
Εκείνη χαμηλώνει στιγμιαία το κεφάλι της.
«Ναι.» Ήξερε ότι δεν υπήρχε χωρίς γι' αυτήν εδώ.Ξαφνικά στο δωμάτιο πέφτει μια εκκωφαντική σιωπή. Όλοι είναι παρατηρητές, ακόμα και οι πρωταγωνιστές. Κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει. Τι να πούνε άλλωστε; τα λόγια δεν κάλυπταν κανένα σημείο πια.
«Εσύ τι θα κάνεις; θα φύγεις για Ρόδο που έλεγες;» Παίρνει το θάρρος να τον ρωτήσει.
Ο Βίκτωρας ξύνει νευρικά το σβέρκο του.
«Δεν ξέρω. Είναι και η εταιρεία στην μέση.» Δεν χρειαζόταν να πει κάτι παραπάνω.Δεν θα έφευγε. Θα έμενε να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν, κι αυτό για να ικανοποιήσει ένα κρυφό κομμάτι μέσα του, ένα κομμάτι που ανήκε στον πατέρα του.
DU LIEST GERADE
Σε απόσταση ασφαλείας
Romantik«Έχεις συνειδητοποιήσει ποια είμαι εγώ; και σε τι θέση βρισκόμαστε, Βίκτωρα;» Η φωνή της ανεβαίνει σταδιακά, γεμίζοντας με θυμό την ατμόσφαιρα γύρω μας. «Ναι, ξέρω ποια είσαι, και έχω επίγνωση της κατάστασης μας....» Της εξηγώ, προσπαθώντας να παραμ...