Κεφάλαιο 13

492 68 9
                                    

Προειδοποίηση ευαίσθητου περιεχομένου που ενδέχεται να προκαλέσει ανεπιθύμητες αντιδράσεις.

Η Τασούλα έκοψε το κρεμμύδι με χειρουργική ακρίβεια σε μικροσκοπικά περίτεχνα κυβάκια, τα τσιγάρισε με ευλάβεια στο τηγάνι και πρόσθεσε το κιμά, όσο εκείνος ψηνόταν αποφάσισε να ξεκινήσει τη μπεσαμέλ. Ο χώρος είχε πλημμυρίσει από μπαχάρια και μια χαρούμενη Τασούλα, η οποία περιφέρονταν με τη κόκκινη ποδιά της από εδώ και από εκεί σαν τη νεράιδα του παραμυθιού.
«Ανοίγεις ταβέρνα;» τη ρώτησα. Είχα καθίσει στο πάγκο της κουζίνας και έπαιζα με τα μήλα που είχε στη φρουτιέρα δίπλα μου.
Η Τασούλα αποχαυνωμένη στην εκτέλεση της συνταγής δεν μου έδωσε σημασία, στο βάθος ακουγόταν το ράδιο που είχε ανοιχτό και έπαιζε παλιά τραγούδια. Ήταν η στιγμή της και εγώ η κομπάρσος.
«Τασούλα να ρίξω λίγη μουστάρδα να γλιστράει στη κατσαρόλα;»
Γύρισε το κεφάλι της απειλητικά, με κοίταξε με μίσος όταν με είδε να πλησίαζω το πολύτιμο τηγάνι της για να της χαλάσω τη συνταγή. Μόνο τότε μου έδωσε τη παραμικρή προσοχή, από την ώρα που μου άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού της. Χτυπούσα το κουδούνι ένα τέταρτο, ούτε μάρτυρας του Ιεχωβά να ήμουν.
«Θα μου πεις που θα το πας το παστίτσιο, Πετρετζίκη;»
«Της Μπαρμπαρίγου είναι η συνταγή.»
Έπιασα το κούτελο μου εξαντλημένη, είμαι και εγώ αλλά είναι και αυτή.

«Τι έγινε και μαγειρεύεις με τόση προσήλωση;» Έκανα ακόμη μια προσπάθεια να λύσω το μυστήριο.

«Θα το πάω στο Βαλάντη στο μαγαζί να δοκιμάσει. Του το έταξα γιατί μου έβαλε παραπάνω κρέας χωρίς να μου το χρεώσει.»
«Τι λες ρε παιδακι μου, τόσο πολύ προχώρησε η σχέση σας;» της είπα χαριτολογώντας.
«Αχ.» αναστέναξε όσο ανακάτευε το μπολ με τη μπεσαμέλ. «Μακάρι να προχωρήσει κι άλλο, τον σκέφτομαι μέρα νύχτα, ακόμη και στον ύπνο μου.»
Τέντωσα τα αυτιά μου σαν κεραίες για να ακούσω τι είχε να πει.
«Στον ύπνο σου; Απλώς τον βλέπεις ή κάνετε και αίσχη;»
«Μυρτώ! Ντροπή!» τα μάγουλα της πήραν ένα ελαφρύ κόκκινο χρώμα, σετ με τη κόκκινη ποδιά που φορούσε.
«Άσε τις ντροπές σε μένα, κάνετε ακολασίες στα όνειρα σου, μικρή πονηρή.» της τσίμπησα το μάγουλο κοροιδεύοντας την.
«Μην παίζεις με τον πόνο μου Μυρτώ, τον θέλω πολύ αυτόν τον άντρα, τον ποθώ! Λένε πως ό,τι δεν έχεις στον ξύπνιο σου, το έχεις στον ύπνο σου.»
Την κοίταξα προβληματισμένη, δηλαδή εκείνη που ποθεί τον Βαλάντη τον βλέπει μέχρι και στον ύπνο της, και εγώ που βλέπω τον Σέργιο στον ύπνο μου, τον ποθώ;

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now