Κεφάλαιο 14

546 70 14
                                    

Στο κάτω όροφο του αρχοντικού, δίπλα από τη κουζίνα, υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο προσωπικού, το οποίο είχε δώσει ο Μακρυγιάννης στον Σέργιο για να είναι συνεχώς stand by, οπότε τον χρειαστεί ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο Μακρυγιάννης δούλευε μέρα-νύχτα, οι δουλειές της μέρας μπορούσαν να διαρκέσουν μέχρι το βράδυ, οι βραδινές δουλειές, ωστόσο γίνονταν αυστηρά στα σκοτάδια. Ο Μακρυγιάννης δεν ήθελε να αποκάλυψει το φως της ημέρας όσα έκρυβε στη νύχτα.

Ο Σέργιος δεν κοιμόταν, είχε πάρει ένα μπουκάλι ουίσκι από τη συλλεκτική συλλογή του Μακρυγιάννη, δεν τον ένοιαζε να το πιει μέχρι και τη τελευταία γουλιά, έτσι κι αλλιώς το αφεντικό του πήρε με τη βία κάτι που μέχρι τώρα δεν παραδεχόταν πεισματικά ως δικό του πολύτιμο. Έπινε όσο περίμενε έστω και ένα ήχο, μια φωνή να διακόψει την αποπνικτική σιωπή του σπιτιού. Τον έτρωγαν οι τοίχοι μαζί με τις τύψεις που τον είχαν βαρύνει. ένιωθε υπεύθυνος για εκείνη, ένας άνθρωπος να καταπατείται με αυτό τον απαίσιο τρόπο παρά τη θέληση του...
Περπατούσε ανήσυχος μέσα στο δωμάτιο. Δεν άντεξε. Άνοιξε την πόρτα του και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά.
Στο διάδρομο κυριαρχούσε σιωπή. Δεν ήξερε αν έπρεπε να ανησυχήσει ή να χαρεί. Πλησίασε την πόρτα του Μακρυγιάννη, θα το ρίσκαρε, θα χτυπούσε με κάποια ηλίθια πρόφαση, ότι τον χρειάζεται. Αμφιταλαντευόταν και ο ίδιος, για δεύτερη φορά ήταν έτοιμος να σκάσει από θυμό στη σκέψη ότι το αφεντικό του εκείνη την ώρα αγγίζει την Μυρτώ. Τα χέρια του πάνω στο κορμί της, τον ανατρίχιαζαν και μόνο στη σκέψη.

«Είσαι ό,τι πιο σιχαμερό έχω δει στη ζωή μου.»

Κρύφτηκε μέσα στις σκιές, όταν άκουσε βήματα να πλησιάζουν τη πόρτα. Την είδε να βγαίνει με τα εσώρουχα τρέχοντας από το δωμάτιο του. Χώθηκε στο δικό της, χτυπώντας δυνατά τη πόρτα της, ο Σέργιος πλησίασε το δωμάτιο της, πήγε να χτυπήσει αλλά σκέφτηκε ότι δεν είχε κάτι να της πει. Τι λόγια να έβρισκε να τη παρηγορήσει. Το πρόσωπο του μαράθηκε από τη στεναχώρια, κατέβηκε τα σκαλιά και επέστρεψε στο δωμάτιο του, θα ήταν αυτός, οι σκέψεις του, οι τύψεις του και το αλκόολ.

Χαράματα. Το φεγγάρι υπερήφανο στον ουρανό έλαμπε αδιάφορα για τις τραγικότητες που λαμβάνου χώρα σε αυτή τη γη. Δεν κοιμόμουν, κοίταζα σαν χαμένη έξω από το παράθυρο.
Παρατήρησα μια σκιά να εμφανίζεται στο κήπο κάτω από το παράθυρο μου, ήταν γυρισμένος πλάτη και κάπνιζε όσο κοιτούσε και εκείνος το φεγγάρι. Αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν. Τέντωσα τον λαιμό μου για να τον δω καλύτερα, καλά εγώ, εκείνος γιατί δεν κοιμόταν;
Τράβηξε μια τζούρα και γύρισε το κεφάλι του προς το παράθυρο μου. Τα βλέματα μας ειδώθηκαν. Ξεροκατάπια, εκείνος με κοίταζε όσο κάπνιζε, δεν ήξερα τι να κάνω, μια φωνή μέσα μου έλεγε να κλείσω το παράθυρο και να εξαφανιστώ από το πεδίο του, η άλλη φωνή δεν με άφηνε να φύγω από τη θέση μου.
Πριν προλάβω να αποφασίσω εγώ, πλησίασε εκείνος το παράθυρο μου.
«Να έρθω;» μου έκανε νοήμα δείχνοντας με το χέρι του το δωμάτιο μου. Με ξάφνιασε η κίνηση του, τον κοίταξα απορημένη από το παράθυρο, ακούμπησα στην άκρη του.
«Τι θες;» κούνησα το χέρι μου στον αέρα. Πέταξε το τσιγάρο του κάτω και φύσηξε το καπνό προς τα έξω επιδεικτικά, τα μάτια του ήταν πρησμένα, φαινόταν κομμένος και χλωμός.
Ένωσε τις παλάμες του και τις έφερε στο αυτί γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι στο πλάι δείχνοντας μου ότι νυστάζει.
«Μα καλά, δεν έχει κρεβάτι;» μουρμούρησα. Πριν προλάβω να δώσω την απάντηση μου, εκείνος μπήκε ξανά στο αρχονικό, έγυρα από το παράθυρο να δω αν ήταν ακόμη εκεί. Σε λίγα δευτερόλεπτα άκουσα την πόρτα μου να χτυπάει.
Γύρισα το κεφάλι μου αστραπιαία, τον είδα να μπαίνει ανοίγοντας τη πόρτα αποφασισμένος. Φαινόταν λαχανιασμένος, σαν να έτρεχε για να φτάσει μέχρι το δωμάτιο μου. Βαριανάσαινε, ήταν πράγματι χλωμός και τα μάτια του κουρασμένα.
«Δεν έχω όρεξη Σέργιε, ειδικά σήμερα.» προσπάθησα να τον διώξω.
«Μην με διώχνεις, άσε με να ξαπλώσω εδώ στην άκρη.» έδειξε την γωνιά του κρεβατιού, έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε στη μια μεριά του κρεβατιού. Εγώ έβλεπα μόνο την πλάτη του, είχε σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος και έκανε ότι κοιμάται.
«Τι σε έπιασε; Μεθυσμένος είσαι; Βρωμάς ουίσκι.»
Έκατσα στην άλλη μεριά του κρεβατιού, χωρίς να ξαπλώσω, κοιτούσα τον τοίχο και που και που έριχνα να κλεφτές ματιές να δω αν όντως τον πήρε ο ύπνος. Το μόνο που έβλεπα ήταν η πλάτη του.

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now