Εὔχου δυνατά

309 27 5
                                    

"An old myth says that inside of each person there are two wolves. One stands for everything good in this world, the other for everything evil and they are battling constantly. The wolf that wins is the one better fed."

Ένα απόσπασμα από το πρώτο γράμμα του Μπακού μετά την επιστροφή του. Είναι ένας μύθος από τα μέρη του, που η αλληγορία του μοιάζει με την πραγματικότητά μας. Μου είπε ότι όπως συμβαίνει με τους λύκους στην πατρίδα του, έτσι και στη δική μας για κάθε Κυπριανή υπάρχει μια Θεοφανώ που ακόμη και ημιθανής, ούσα θρεμμένη απ' την αγάπη μας, απ' τον Θεό, νικάει στο τέλος και μερεύει η πλάση.

Δε λέω, είναι μια εξήγηση, μα εγώ δηλώνω βέβαιος πια και έμπειρος από δαύτα, πως δεν πιστεύω στη μαγεία.

Από τον καιρό που πέρασα στα πατρικά μου χώματα έμαθα πως οι άνθρωποι της Μάνης είναι σίγουρα θρασείς και είναι φυσικό κι επόμενο για αυτούς ό,τι τους βασανίζει να το κοιτούν στα μάτια, που - όπως λένε οι ρομαντικοί - «καθρεφτίζουν τις ψυχές των ανθρώπων». Όπως, λοιπόν, κοιτάζουν τον αρχηγό μιας αντίπαλης φατρίας, έτσι κοιτάζουν και μια μάγισσα. Καταλαβαίνεις όμως πως ένα πολεμοχαρές βλέμμα δεν είναι δυσνόητο, ένα απλανές κοίταγμα με ακαθόριστο στόχο από την άλλη, σίγουρα είναι. Κι αν κάτι δεν το αναγνωρίσουν; Λακίζουν σαν τα ζώα; Μπα... Άνθρωποι σου λέει, ανώτεροι! Το βαφτίζουν κάτι στα μέτρα τους: Οι δειλοί, υπέρλογο και οι τολμηροί, δαιμονικό.

Έμαθα κι εγώ σαν «τέκνο της Μάνης» - όπως αρέσει στον Κανέλλο να λέει - να κοιτάζω άφοβα, ίσως και ξεροκέφαλα στα μάτια τους ανθρώπους. Έτσι κοίταξα και στα δικά σου. Τα αγάπησα ενώ τρέχανε ποτάμια και προσπάθησα να τα στερέψω. Τα έζησα - έστω και λίγο - να λάμπουν, από τον ήλιο που υψώσαμε στον ουρανό που έκρυβαν στις ίριδές τους. Κόντεψα να τα αποχαιρετήσω άδεια, σαν να ήταν όλα τα ταξίδια που έκανα μέσα τους σκηνικά και μόλις η αυλαία έκλεισε μας έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι.

Ένα τεράστιο μαύρο κενό τους απέμεινε και δε θύμιζαν ούτε στο ελάχιστο τη σπιρτάδα του κοριτσιού που ερωτεύτηκα, εκείνου που χόρευε στο ρυθμό του νερού και λικνιζόταν στους αμανέδες που οι φώκιες ύφαιναν με τις κραυγές τους. Τόσο βαρύ ήταν τούτο που τα σκέπαζε, τόσο σκοτεινό κι αχανές, που το φιλί μου μόνο το τρύπαγε για λίγο κι έπειτα πάλι κόχλαζε σαν παχύρευστη πίσσα κι έκρυβε την καρδιά μου, να μου την πάρει. Ήμουν αδύναμος κι άχρηστος μπροστά σε κάτι αχανές και παντοδύναμο, καθώς λέγαν. Αν όμως κάτι έμαθα - στο στρατό αυτή τη φορά - είναι ότι οφείλω πράγματι να αναγνωρίζω έναν ισχυρότερο αντίπαλο, όχι όμως από τη φήμη του, μα μόνο αν είμαι εγώ ο ηττημένος της αναμέτρησής μας. Δεν είχα τολμήσει να αναμετρηθώ με την άβυσσό σου κι όποια κι αν ήταν τα προγνωστικά θα την παραδεχόμουν μονάχα αν νικούσε την αγάπη μου.

Εὔχου δυνατάWhere stories live. Discover now