Κεφάλαιο 16

513 57 12
                                    

Σήμερα ξημέρωσε μια περίεργη μέρα. Η ενέργεια μέσα στο αρχοντικό μετατρεπόταν σε μια μεγάλη μαύρη τρύπα που νόμιζα ότι θα μας καταπιεί όλους.
Και όχι, δεν έχει σχέση που ο γκόμενος του βιβλίου με έκλασε πατόκορφα- στον οποίο κρατάω και μουτράκια!- είχε να κάνει με τον Μακρυγιάννη. Ήταν κακόκεφος, ξεφυσούσε αναστατωμένος και μίλαγε στο τηλέφωνο όλη τη μέρα. Κλειδωνόταν στο γραφείο με τις ώρες, φώναζε τον Σέργιο, μετά τον έδιωχνε. Ο Σέργιος εξαφανιζόταν για αρκετή ώρα και ύστερα επέστρεφε. Εγώ καθόμουν στο τραπέζι και έτρωγα πρωινό, από τις σπάνιες φορές που δεν με συνόδευε ο Μακρυγιάννης στο πρωινό, παρακολουθούσα την αναστάτωση, προσπαθούσε το αυτί μου να αρπάξει κάποιες λέξεις από όσα φώναζε ο Μακρυγιάννης.
Αργά και σταθερά μάσαγα τη φρυγανιά για να μην προσθέσω κι άλλο θόρυβο, τα μάτια μου σαν τις κουκουβάγιας μελέταγαν συμπεριφορές. Ο δύσκολος καλλονός, περνούσε από μπροστά μου, μερικές φορές έριχνε κλεφτές ματιές για να δει αν τον κοιτάξω. Όσες φορές τα βλέμματα μας συναντήθηκαν, έστρεψα μες τη ξινίλα το βλέμμα μου αλλού (τα μουτράκια που σας έλεγα).

«Τι πάθαμε ρε παιδιά; Βούλιαξε κανά καράβι;» ρώτησα τη βοηθό που ήρθε να μαζέψει το τραπέζι. Με κοίταξε δειλά και ύστερα κοίταξε γύρω της να δει αν την ακούει κανένας από τα κεφάλια.
«Δεν το μάθατε από εμένα...» έριξε άλλη μια ματιά τριγύρω της «μεγαλό κακό βρήκε το αφεντικό χάθηκε ένα φορτίο, εκανέ εισαγωγή από την Ανατολή και τώρα δεν το βρίσκουν.»

Τι να το κάνει το φορτίο από την Ανατολή στη Κουνουπίτσα;
«Παράξενο.» μουρμούρισα.
«Τι είπατε;»
«Τίποτα, τίποτα.»
Η βοηθός έφυγε, το μυαλό μου δημιουργούσε συνεχώς ερωτήματα που μέχρι στιγμής αγνοούσα. Έριξα μια ματιά στο ασημένιο δίσκο πάνω στο τραπέζι με κουλούρια και εδέσματα. Τον άγγιξα με το δάχτυλο. Γυαλιστερό ασήμι.
«Πολλά λεφτά. Πολύ προσωπικό και πολλή γη...»
Ποτέ δεν αναρωτήθηκα πως μπορεί και συντηρεί όλα αυτά ένας γεωκτήμονας σε ένα τόσο μικρό χωριό, ναι μεν γεννήθηκε μέσα σε μια πανίσχυρη οικογένεια που κυριαρχούσε και στη Κουνουπίτσα και σε όλο το νομό, αλλά υπήρχαν και περιόδους κρίσεις που η γη πέρασε μεγάλες καταστροφές και εκείνος μόνο άνθιζε. Αγόραζε σπίτια όσων δεν είχαν να πληρώσουν, με αντάλλαγμα οικονομική ενίσχυση για όσα χωράφια τους είχαν μείνει, για να μπορέσουν να ζήσουν, πωλούσε σε μεγάλες αλυσίδες ντόπια προιόντα, είχε διασυνδέσεις με μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, το όνομα του γραφόταν πίσω από τα περισσότερα συσκευασμένα προιόντα.
«Φορτίο από Ανατολή...» ξανά μουρμούρισα. Τι εισάγει, καμήλες;

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now