Chapter 4

313 10 2
                                    

Ήταν ένα ακατοίκητο, αδειανό κομμάτι γης σαν να περίμενε εκείνους, αμέτοχο. Η έκτασή του ηρεμούσε ανάμεσα στους λοφίσκους, αφήνοντας τη φύση να κυλάει ανέμελη γύρω του. Ο ήλιος χαϊδευε τη γη με τη ζεστασιά του, αλλά σύντομα, η ησυχία αυτή θα διακόπτονταν. Η σιωπή θα σταματούσε, καθώς οι εργασίες για την κατασκευή της εκκλησίας θα ξεκινούσαν, φέρνοντας μια νέα παλμική ζωή σε τούτο το μέρος.

«Είναι πολύ όμορφα εδώ.» είπε στον Μπακού που την είχε συνοδεύσει. «Σ'αρεσει;» τον ρώτησε κι εκείνον.

«Ναι.» της απάντησε μέσα από ένα χαμόγελο.

Χαιρόταν πολύ που μπορούσε να κουτσομιλησει πια με τον Μπακού και συχνά ζητούσε να την συντροφεύσει όταν έβγαινε.

Πήραν τα άλογα τους για τον γυρισμό και έφτασαν στα τείχη με τον Κοσμά να τους περιμένει. Σε λίγο μαζευτήκε και ο σιδεράς με τον Λουκά και ύστερα η Ρηνιώ με τον Κανέλλο που μόλις είχαν γυρίσει κι εκείνοι από το χωριό.

Ο Αντρέι βγήκε από τον Πύργο ύστερα από ωρες κλεισμένος με τον πατέρα του στο αναγνωστήριο. Είδε το μικρό τσούρμο και μίκρυνε τα μάτια του να δει καλύτερα. Η Θεοφανώ 'κείνη τη στιγμή έδινε ενα κίτρινο, μοναχό λουλούδι του Κανέλλου, ο οποίος το δέχτηκε με ένα γέλιο και την αγκάλιασε με το αριστερό του χέρι, ακουμπώντας ένα στοργικό φιλί στα μαλλιά της. Ειδε πως η Ρηνιω κρατούσε ένα ολόκληρο μπουκέτο από τα ίδια λουλούδια και ύστερα είδε τον Λουκά να κλέβει ένα για να δώσει στην γυναίκα του. Όλοι κρέμονταν από 'κείνης τη ζεστασιά, τη μιλιά και την φρεσκάδα που κουβαλούσε.

Τον βρήκε να κοιτάζει προς το μέρος τους και άφησε το πλήθος για να βηματίσει προς τα εκείνον.

«Ορίστε.» του παρουσίασε ένα λουλούδι.

Εκείνος την μάλωσε με το βλέμμα του αλλά αυτή δεν πτοήθηκε και τον πλησίασε για να μπλέξει το λουλούδι στο πέτο του πανωφοριού του.

Ο Αντρέι το κοίταξε και ένιωσε τους μύες στο πρόσωπο του να τραβιούνται σε ένα χαμόγελο.

«Χαμογέλασες.» έκανε κι εκείνη το ίδιο και ύστερα τον προσπέρασε για να εισέλθει του Πύργου.

«Τι είναι αυτό;» ο Κανέλλος τέντωσε τον δείκτη του επιδεικτικά μπροστά στο πρόσωπο του. «Ξέρει και να χαμογέλα τούτη τη μούρη;»

«Μην με εμπαίζεις, Κανέλλο.» προσπάθησε να σοβαρέψει ο Αντρέι μεμιάς.

«Δεν τον βλέπεις; Ένα λουλούδι χρειαζόταν.» είπε η Ρηνιώ περνώντας με ένα στραβό χαμόγελο.

Μυστικό κι αγάπη Where stories live. Discover now