Κεφάλαιο δέκατο

96 5 35
                                    

Ο κήπος πλάι στα κόκκινα τείχη του Κρεμλίνου ήταν όμορφος εκείνο το απόγευμα• ηλιόλουστος, κι ας βρίσκονταν στην εκπνοή του φθινοπώρου. Ο ήλιος γλυκοβασίλευε και άπλωνε το χρυσό του φως απ’ άκρη σ’ άκρη, ροδόψηνε καθένα από τα τούβλα που χώριζαν τη μια πλευρά της πλατείας απ’ την άλλη. Και σαν μυριάδες άλλοι μικροί ήλιοι έλαμπαν τ’ αντιφεγγίσματά του ανάμεσα στα φύλλα και τα λουλούδια. Ο φθινοπωρινός άνεμος φυσούσε ανάλαφρος σαν μουσική, παρασέρνοντας τα ξερά φύλλα που αναπαύονταν κάτω απ’ τα πόδια των ανθρώπων που περνούσαν. Ως κι αυτοί έμοιαζαν πολύ πιο όμορφοι και καλοντυμένοι απ’ ό,τι συνήθως, τα παιδιά που έπαιζαν γελώντας και τσιρίζοντας ήταν όλα γεματούλικα με κατακόκκινα μάγουλα, σαν τις φιγούρες στις αφίσες και τις ζωγραφιές που φτιάχνονταν για να διαφημίζουν ακόμα και στους ίδιους τους κατοίκους της πόσο καλή ήταν η ζωή σ’ αυτή τη νέα χώρα. Ο τοίχος ήταν κατά μήκος του γεμάτος τριανταφυλλιές με λουλούδια άσπρα, κίτρινα, κόκκινα, που σκορπούσαν τα χρώματά τους παντού και μοσχομύριζαν. Πλάι σ’ εκείνες τις τριανταφυλλιές έπαιζαν τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, κρυφτό, κυνηγητό και σκοινάκι, πλάι σ’ αυτές έτρεχε ένας σκύλος από σπίτι ξεσηκώνοντας τον τόπο με τα γαβγίσματά του και πλάι σ’ αυτές περπατούσε αμέριμνος με το καλοκαιρινό του καπέλο ο άντρας που τον πήγαινε βόλτα κι έπαιζε μαζί του.

Ο Αλεξέι τον πλησίασε πρόθυμα, σαν να το ’ξερε πως θα ήταν εκεί. Μόλις τον είδε, ο άντρας χαμογέλασε κάτω απ’ το μουστάκι του.

«Καλησπέρα, Αλεξέι Νικολάγιεβιτς. Ελπίζω να είσαι καλύτερα σήμερα».

«Ναι, μεσιέ Ζουλιάρντ, είμαι καλύτερα» απάντησε ο Αλεξέι ευγενικά, σχεδόν τυπικά, σαν στρατιώτης που μιλούσε στον αξιωματικό του. «Ευχαριστώ».

«Θαυμάσια. Να περπατήσουμε μαζί, λοιπόν;» έκανε την γνωστή του προσφορά ο δάσκαλός του χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά.

Ο Αλεξέι χαμογέλασε κι εκείνος και σύντομα βρέθηκαν να ακολουθούν την πορεία του μεγάλου τοίχου ο ένας δίπλα στον άλλον. Καθώς περπατούσαν κοίταζε τον Ζουλιάρντ και σκεφτόταν με καμάρι πως τον έφτανε πια σιγά σιγά στο ύψος, κι ασυναίσθητα κορδωνόταν λιγάκι μέσα στη φρεσκοσιδερωμένη του στολή με τις κόκκινες επωμίδες και τις γυαλισμένες μπότες του. Παρ’ όλα αυτά, περπατούσε με τον συνηθισμένο αμήχανο τρόπο των εφήβων, λιγάκι καμπουριασμένος και με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ την πλάτη, και δεχόταν απ’ τον δάσκαλό του τις ανάλογες παρατηρήσεις. Εκείνος περπατούσε στητός όπως πάντα, με το ένα χέρι στην τσέπη του παλτού και τ’ άλλο να αιωρείται ελεύθερα μπρος πίσω, κοιτάζοντας τα τριαντάφυλλα και τις πρασινάδες σαν να μην τα ’χε ξαναδεί. Στην πραγματικότητα ήταν τόσο χαρούμενος κι ανέμελος που δεν έμοιαζε τόσο ο γνωστός Ζουλιάρντ, και θύμιζε περισσότερο κάποιο ενθουσιασμένο χωριατόπαιδο της Σιβηρίας που είχε πάρει την απόφαση σήμερα να περπατήσει πιο βαθιά στο δάσος από κάθε άλλη φορά.

Ο Τελευταίος ΠρίγκιπαςМесто, где живут истории. Откройте их для себя