Η Γερακίνα καθόταν δίπλα στο παραθύρι και κοιτούσε τον Σπήλιο που μόλις είχε γυρίσει και μιλούσε με το Μοφορη. Παρατήρησε την ορθή στάση του και την σιγουριά που μιλούσε. Τη διαπέρασε ένα ρίγος· είχε κάνει λάθος και το γνώριζε πια.
Ωρες αργότερα την βρήκε στον όντα τους και της ακούμπησε ένα φιλί στο μέτωπο πριν αρχίσει να ξαρματώνεται.
«Σπήλιο, κάνουμε λάθος.» μοιράστηκε μεμιάς τις σκέψεις της. «Δεν πρέπει να το κάνουμε τούτο.»
«Τι σε έπιασε τώρα, κορόνα μου;»
«Η Θεοφανώ είναι ευτυχισμένη. Περιμένει παιδί.» του υπενθύμισε.
«Ναι, μα εσύ είπες πως δεν ήταν.» περπάτησε προς το μέρος της και κάθισε σήμα της.
«Έκανα λάθος.» του αποκρίθηκε. «Ο Λάσκαρης την αγαπάει, πολύ.»
Ο Σπήλιος πέρασε την παλάμη του από το προσωπό του και έτριψε τα μάτια του μπας και απαλυνθεί ο πόνος που του τρυπούσε απρόσμενα τα μηνίγγια.
«Και γιατί πιστεύουμε πως δεν θα είναι καλός καπετάνιος; Αφού-»
«Δεν θα είναι ο Τζανέτος.» την διέκοψε.
«Πως το ξέρεις, Σπήλιο;» τον ρώτησε και πετάχτηκε πάνω. «Είναι καλός, δίκαιος και δέχτηκε τη Φανώ μας με όλα αυτά που πέρασε. Και ποιος είναι ικανότερος; Ο Μάρκος; Ο Τζανής; Εσυ;» τον ρώτησε.
Ο άντρας της την κοίταξε με θυμωμένα φρύδια. Μπορούσε να διακρίνει τους προβληματισμούς του, τις δικές τους ερωτήσεις για όλο 'κείνη τη λοβιτούρα που είχαν σχεδιάσει με ανθρώπους που δεν εμπιστεύονταν και τόσο.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω, Γερακίνα.» της είπε.
«Γιατί; Κι εμείς καπεταναίοι είμαστε. Μπορούμε να κάνουμε ο,τι θελουμε-»
«Άκου 'δω.» την πλησίασε. «Δεν γίνεται να κάνουμε πίσω.» της επανέλαβε, κοιτώντας την μέσα στα μάτια. «Την Θεοφανώ μαζί μας θα την έχουμε.»
Η Γερακίνα έσφιξε τα χείλη της και απέστρεψε τα μάτια της από του άντρα της. Δεν άντεχε, δεν μπορούσε να τον κοιτάζει. Ο,τι απόφαση είχε πάρει έμοιαζε λάθος.
Ένιωσε να την γραπώνουν και έβγαλε μια πνιχτή κραυγή μέχρι να γυρίσει γρήγορα και δει τα μάτια του.
«Παιδί μου, με τρόμαξες!» του είπε όταν εκείνος την σήκωσε γρήγορα επάνω. Και την κράτησε εκεί να την χαζεύει, να την χαζεύει.
YOU ARE READING
Μυστικό κι αγάπη
FanfictionΟ Αντρέας Λάσκαρης επιστρέφει στα πάτρια χώματα για να αποδεχτεί την νόμιμη θέση του, αφού ο πατέρας του είναι άρρωστος.