Κεφάλαιο 17

472 65 16
                                    

Πολλές αγάπες γνώρισα άγαπησα και χώρισα, μα όπου κι αν γυρνούσα, εσένα ζητούσα...
Από το ράδιο ακουγόταν ο σταθμός Ωραία Αθήνα, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, οι κουρτίνες φρεσκοπλυμένες ανέμιζαν σε κάθε φύσημα του αέρα.
Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα που πρόσμενα καιρό... Μελωδίες.
Το ζεστό νερό από τη ντουζιέρα που έπεφτε πάνω στην επιδερμίδα μου, υπενθύμιζε πως είμαι ακόμη ζωντανή. Καθαρίζαν οι σκέψεις μαζί με το κορμί, φανταζόμουν πως ήμουν στο σπίτι μου στην Αθήνα, να πίνω καφέ στην αυλή μου και να μυρίζω γιασεμί από τις γλάστρες μου, χωρίς προβλήματα, χωρίς Μακρυγιάννη, χωρίς... Σέργιο;
Ο Σέργιος για μένα είναι σαν ένα κακό σπυρί στον κώλο, ενοχλητικός, εκνευριστικός, πεισματάρης. Βάρεσα τη γροθιά μου στο πλακάκι του τοίχου σκεφτόμενη το πρόσωπο του, σήκωσα το πρόσωπο μου ψηλά για να με χτυπάει απευθείας το νερό στο μέτωπο, λες και το τρεχούμενο νερό θα καθάριζε τις σκέψεις μου από εκείνον. Αν ήμασταν σε διαφορετικές συνθήκες ίσως και να τον κυνηγούσα, ίσως και να έτρωγα και τα μούτρα μου για πάρτη του, θα έκανα τα αδύνατα δυνατά για να το ζήσω και ύστερα να μου περάσει, όπως κάνω κάθε φορά. Θέλω να ξέρω ότι προσπάθησα μέχρι το τέλος για έναν έρωτα... Έρωτα; Είναι έρωτας ο Σέργιος; Ή με ελκύει το μυστήριο που τον περικλύει; Μπορεί και να είναι μια φούσκα ενθουσιασμού έτοιμη να σκάσει ανά πάσα ώρα και στιγμή. Το μόνο που με κρατάει πίσω είναι η θέση του, γιατί υπηρετεί εκείνον; Διακρίνω μέσα του ένα αίσθημα δίκαιου και μια καλά κουκουλομένη καλοσύνη που δεν εξηγεί τις επιλογές στη ζωή του.
«Γιατί τον σκέφτεσαι; Πολύ τον σκέφτεσαι. Σταμάτα.» μουρμούρισα.
Παρατήρησα πως η μουσική από το ραδιόφωνο σταμάτησε, άκουσα βαριά βήματα να πλησιάζουν προς το μπάνιο. Πήρα τη πετσέτα μου και τυλίχτηκα σφιχτά, οι σταγονές είχαν παραμείνει στους ώμους και στο στήθος μου. Τα βρεγμένα μαλλιά μου έσταζαν πάνω μου και στο πάτωμα. Πήγα να βγω από τη ντουζίερα, όταν τον είδα να μπαίνει μέσα. Έσφιξα λίγο παραπάνω τη πετσέτα πάνω μου. Τον σκεφτόμουν τόση ώρα και τώρα τον βλέπω μπροστά μου, τα μάγουλα μου κοκκίνισαν ελαφρώς και προσποιήθηκα ότι δεν κατάλαβαινα πόσο έντονα με κοιτούσε από τη πόρτα του μπάνιου, στην οποία είχε στηριχθεί.
«Στο χωριό σου δεν σου μάθανε να χτυπάς;»
«Χτύπησα αλλά δεν άκουγες.» σχολίασε δείχνοντας το ράδιο.
«Θα μπορούσες να περιμένεις να βγω.»
Με κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω χωρίς να πει κάτι. Μάζεψα τα μαλλιά μου στο πλάι και προσπάθησα να φαίνομαι όσο πιο άνετη γίνεται. Πλησίασα το καθρέπτη του μπάνιου και ξεκίνησα να απλώνω τις κρέμες του προσώπου μου αγνοώντας τον. Έριχνα κλεφτές ματιές, και τον έβλεπα που με εξέταζε σπιθαμί προς σπιθαμί δαγκώνοντας ελαφρώς το κάτω χείλος του.

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now