•Chapter 17•

37 2 0
                                    

Ένιωσα ένα σώμα να κολλάει πίσω μου, τόσο σφυχτα που μου κόπηκε η ανάσα.
Γυρίζοντας το κεφαλή μου αντικρυσα τον Ηρακλή.

Με κοίταζε με ένα περίεργο χαμόγελο στα χείλη, ήξερα τι ήθελε...
" Που εισουν όλη μέρα ; Εγώ κι ο δικός σου ανησυχήσαμε !"
" Έπρεπε... έπρεπε κάπου να πάω...", τραβήχτηκα λίγο πιο μακρυά του
"Του πήρες καλή πίπα;"
" Ορίστε ;"
"Του πήρες λέω καλή πίπα του πελάτη που πήγες να εξυπηρετήσεις;"
" Σταμάτα..."
" Ναι σταματά τώρα !", γέλασε, χαϊδεύοντας με τρυφερά στο μάγουλο
" Ο Θάνος που είναι ;"
" Στο μπάνιο. Δεν το ακούς το νεράκι που τρέχει;"
" Ναι..."
"Θέλεις να κάνεις και κάτι άλλο να τρέξει έτσι ;", ήρθε πιο κοντά μου και μου ψυθηρησε

Ένιωσα τοτε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Έκλεισα τα μάτια μου, νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή.

Ο Ηρακλής άπλωσε τότε τα χέρια του, πλησιάζοντας το κεφαλή μου κάτω στο εσώρουχο του
" Πάρε μου...", ψυθηρησε
Ένας ξαφνικός ποθος γεννήθηκε μέσα μου και με κατέκαψε. Του κατέβασα το εσώρουχο, βάζοντας το μόριο του στο στόμα μου. Τα χέρια του γλιστρούσαν επάνω στο κορμί μου, τον άκουγα που αναστέναζε και είχα χαρεί τόσο πολύ για αυτό.

Άκουσα την πόρτα του μπάνιου να ανοίγει. Ο Θάνος.
" Τι του κάνεις μωρό μου ;", είπε σιγανά
" Ελα κι εσύ...", είπε τότε ο Ηρακλής, ανασηκώνοντας ελαφρά το κορμί του.

Έξω έβρεχε, άκουγα τις σταγόνες της βροχής που μαστιγωναν το παράθυρο.

Είχα πέσει με τα μούτρα πάνω στο μαξιλάρι, βλέποντας απο κάτω μου τα πόδια του Θάνου να είναι κολλημένα επάνω στα δικά μου. Ταρακουνιόμουν ολόκληρος απ'την ώθηση που μου έδινε, όπου προσπαθούσα να κρατηθω γερά απ'το στρώμα. Έπειτα ένιωσα το μόριο του Ηρακλή να εισχωρεί μέσα μου. Οι κινήσεις που έκανε ήταν ακόμη πιο έντονες και απότομες. Αναστέναζα δυνατά.

Τους άκουγα πίσω μου να γελάνε και να ξεστομίζουν βωμολοχίες. Τα χέρια τους κρατούσαν σφυχτα τα οπίσθια μου, τα οποία τα ένιωσα να καίγονται, να καίγονται ολόκληρα.

Ειμουν μια σταλιά παιδάκι και έτρεχα. Έτρεχα μέσ'το προαύλιο του ορφανοτροφείου, με τα χέρια μου ανοιχτά σαν να ειμουν περιστέρι. Φώναζα γεμάτο χαρά, γεμάτο ελευθερία η οποία όμως διαρκούσε πάντοτε για μια στιγμή. Για μια στιγμή.

Αυτή ήταν η πιο φωτεινή ανάμνηση που έχω απ'τα παιδικά μου χρόνια...

Η ίσως η πιο φωτεινή ανάμνηση που έχω γενικά...

Κατέβασα το κεφαλή μου, ουρλιάζοντας απ'την ιδονη, όπου το μάτι μου πήρε μια εφημερίδα που ήταν πεσμένη κάτω στο χαλί, δίπλα απ'το κρεβάτι.

Η επικεφαλίδα έλεγε με μεγάλα γράμματα...


Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΌΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΠΥΓΜΑΛΊΩΝ ΑΣΗΜΑΚΌΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΛΩΝΕΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΕΚΝΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΤΩΝ ΟΜΟΦΥΛΌΦΙΛΩΝ.
«Η ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΊΑ ΕΙΝΑ ΑΡΡΏΣΤΙΑ», ΔΗΛΩΣΕ.

Total EclipseWhere stories live. Discover now