Chapter 9

304 11 4
                                    

Ο Αντρέι καθόταν σιωπηλός μέσα στο μοναστήρι, με τις φλόγες των κεριών να τρεμοπαίζουν αβέβαια, στέλνοντας ζωηρές σκιές στους πέτρινους τοίχους. Η νύχτα είχε προχωρήσει βαθειά, και η αναμονή για το πρώτο φως της αυγής έμοιαζε με αιωνιότητα. Η καρδιά του ήταν βαριά από την αγωνία για την Θεοφανώ, αλλά το πνεύμα του παρέμενε άκαμπτο, όπως το ατσάλι που έχει σφυρηλατηθεί για έναν, κάποιον πόλεμο.

Δεν προσευχόταν ακριβώς, αλλά οι σκέψεις του περιπλανιόντουσαν σε έναν άτυπο διάλογο με τον Θεό, την Παναγιά της και την μοίρα. Αναρωτιόταν αν θα καταφέρει να την γλιτώσει απ'όλους κι απ'όλα. Από 'κείνους που τους λόγιζε οικογένεια μα την είχαν προδώσει απροσδόκητα. Γιατί η αγάπη τους θα άντεχε τις δοκιμασίες που ο κόσμος τους επέβαλε. Αυτό θα γινόταν όπως και να 'χε.

Ξαφνικά, ο Μπακού, πλησίασε αθόρυβα σαν σκιά.

«Αντρέι,» είπε με φωνή χαμηλή αλλά γεμάτη ανησυχία. «Πρέπει να έρτεις έξω αμέσως.» του είπε.

Σηκώθηκε αργά, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Ακολούθησε τον Μπακού και βγήκαν μαζί από το δώμα που ήταν. Τα μάτια του γυάλισαν στο ημίφως, αποφασισμένα, αρνούμενα να παραδοθούν.

Με σταθερά βήματα κατευθύνθηκε προς την είσοδο, έτοιμος να αντιμετωπίσει ό,τι κι αν τον περίμενε, οποίος κι αν τον περίμενε.

«Κανέλλο!» έτρεξε προς το μέρος του θείου του και έπεσε στην αγκαλιά του.

«Λεβέντη μου,» τον έσφιξε κι εκείνος. «Είσαι καλά. Θεε μου, ποσό φοβήθηκα ότι μου 'πάθες κάτι.»

«Εσύ καλά είσαι;» τραβήχτηκε και τον κοιταξε καλά καλά να βεβαιωθεί. «Η Θεοφανώ; Που είναι η Θεοφανώ;» έκανε μερικά βήματα πίσω και βρήκε τον Βρώτσο και τον Μάρκο ακριβώς από πίσω.

«Καλά είναι, την πήρε ο Σπήλιος στον Πύργο του. Είναι ασφαλής.»

«Εσύ,» έπεσε πάνω στον Μάρκο, πιάνοντας τον από το γιακά του και ρίχνοντας τον μεμιάς στο έδαφος. «Έπεσες δίπλα της και τι θα γινόταν, ε; Ήθελες να γίνεις καπετάνιος και τώρα-»

«Αντρέα, Αντρέα!» ο Κανέλλος επανέλαβε δυνατά και τον τράβηξε.

«Κάτσε ρε καπετάνιε, θα τον λιώσεις.» τράβηξε κι ο Κοσμάς μέχρι επιτέλους ο Αντρέι να τον αφήσει από τα χέρια του.

Ο Μάρκος πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε. Τίναξε τα ρούχα του και έστρωσε το γιλέκο του, βαρυανασαινοντας. «Δίκιο έχει, και δεν τον αφήνετε;» είπε μέσα από τα δόντια του.

Μυστικό κι αγάπη Where stories live. Discover now