•Chapter 27•

36 2 0
                                    

Ο Μάρκος ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου. Μπορούσα να τον νιώσω. Ήξερα πως ήταν εκείνος. Πάντα το ήξερα.

Απ' έξω άκουγα φωνές. Η πόλη που δεν ησυχάζει ποτέ.

Το μυαλό μου έτρεχε, δεν μπορούσα ποτέ να το δαμάσω. Τη μια στιγμή ήταν εκεί και την άλλη απλώς προσπαθώ εξαφανιζόταν.

Τα δύο κορίτσια, οι κολλητούλες, ξαναεπέστρεψαν στο σαλόνι όπου έκανα πως κοιμάμαι. Ακόμη κι όταν εκείνες δεν ήταν εκεί και είχαν φύγει εγώ συνέχισα να προσποιούμαι ότι με είχε πάρει ο ύπνος.

Κάθησαν πάλι, συνεχίζοντας να συζητούν. Ήθελα να κλαψω, μην μπορώντας να καταλάβω γιατί ένιωθα τόσο άβολα μαζί τους, ποιο ήταν το προβλημά μου τέλος πάντων. Όντως υπήρχε πρόβλημα εδω πέρα. Είτε το είχα εγώ , είτε αυτές, δεν έχει σημασία. Υπήρχε.

Δεν τους ξαναμιλήσα ποτέ. Δεν τις ήθελα. Δεν ήθελα να ξέρω κανένας απ'τα παιδιά που γνώριζα τότε τι έκανε, που ήταν, πόσο είχε γράψει πανελλήνιες, τι χρώμα βρακί φορούσε. Δεν με ένοιαζε κανείς. Ώσπου στο τέλος κατέληξα να μην μου αρέσει ούτε ο εαυτός μου. Δεν ξέρω τι είμαι, τι ακριβώς κάνω, γιατί το κάνω, γιατί, γιατί, γιατί, γιατί.

Δεν έδωσα πανελλήνιες. Δεν έχω δώσει ποτέ. Πειράζει ;

Ο Μαρκος με αγκάλιασε. Με κοίταξε μέσα στα μάτια. Εγώ όχι. Απέφευγα τα όμορφα γαλανα του μάτια.
" Γιατί δεν με κοιτάζεις ;", μου είπε
" Δεν ξέρω..."

Τα δάχτυλα τής έμπαιναν και έβγαιναν απότομα μέσα μου. Μου άρεσε αυτή η αίσθηση. Με εκανε να νιώθω ζωντανή.

Έβλεπα τα μαλλιά της μα κρέμονται μπροστά στο πρόσωπο της. Έμοιαζε σαν κούκλα τρομου με το ορθανοιχτο στόμα της κάτω απ'τον αχνό φωτησμό.
" Θες ακόμη πιο γρήγορα ;", με ρώτησε με την βαρυα φωνή της
" Ναι", απάντησα αναστεναζοντας
Την άκουσα που γέλασε. Αναρίγησα ολόκληρη. Κοίταζα τα σκελετωμένα της χέρια, έμοιαζαν λες και κάποιος της τα είχε τραβήξει πολύ δυνατά κι απλά τα είχε αφείσει εκεί.

Αναστέναζα. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Όταν κοιτάζα τα χέρια της, έβλεπα τα στήθη μου να ορθώνονται υδρωμενα μέχρι το σαγόνι μου. Είχα καυλώσει.
" Ναι ", την ακούγα που έλεγε σιγανά, " ναι, χύσε..."
Έχυσα.

Έμεινα αναίσθητη πάνω στο κρεβάτι της. Δεν είχα δύναμη ούτε τα δάχτυλα μου να κουνήσω λες και ειμουν σε κώμα. Άκουσα το τηλέφωνό της να κουδουνίζει. Το σήκωσε. Αρχησε να μιλά, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Ήθελα και εγώ να καπνίσω, μα δεν μπορούσα ούτε να αναπνεύσω...

Με πλησίασε ο Μπουράκ. Γυρησα και τον κοίταξα. Ειμουν έτοιμη να ξεράσω.
" Σου πήρα να φας ", είπε, δίνοντας μου μια χάρτινη σακούλα
" Δεν πεινάω..."

Τα σκελετωμένα της χέρια έμοιαζαν με τα δικά μου. Το κατάλαβα πολύ αργότερα...

Κοίταζα τον Θάνο μου έκανε μπάνιο. Αγκουμπουσα το κεφαλή μου πισω στον κρύο τείχο. Ένιωθα λες και είχα παγώσει. Ειμουν παγωμένη σαν άγαλμα , σαν κάτι εξωγήινο που είχε πέσει στην γη καταλάθος και δεν ήξερε πως να γυρίσει πίσω εκεί όπου ανήκε πραγματικά. Δεν ήξερα που άνηκα όμως!

Περπατούσα μονη μου στον δρόμο. Σε ποιο δρόμο ; Δεν ήξερα που βρισκόμουν ; Βάδιζα σαν το φάντασμα. Μακάρι να με πατήσει τωρα ένα αυτοκίνητο. Μακάρι...

Μακάρι να μπορούσα να γίνω μια άλλη, έστω και για λίγα γαμημενα λεπτά.

Μακάρι η Νατάσα να μην υπήρξε ποτέ.

Μακάρι να μπορούσα να γίνω καλή φίλη για τον Μάρκο όπως είναι εκείνος για εμένα.

Μακάρι να μπορούσα να ξαναδώ την μητέρα μου.

Μακάρι να μπορούσα να φάω κανονικά.


Total EclipseWhere stories live. Discover now