•Chapter 34•

28 2 0
                                    

Μετά από μερικά λεπτά συνειδητοποίησα τι ακριβώς είχε συμβεί και πάγωσα.

Σηκώθηκα έντρομος, με το αίμα του Μπουράκ να λερώνει την μπλούζα μου, όπου κοίταξα την Νίνα μέσ'τα μάτια και αρχησα να ουρλιάζω.
" ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ;"
" ΣΕ ΕΣΩΣΑ", μου απάντησε στον ίδιο τόνο.
Τώρα τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Έβλεπα το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει ξέφρενα. Η τσιριχτη της ανάσα αντιχουσε σε όλο το διαμέρισμα.

Με πλησίασε πιο κοντά. Έκανα ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω. Τα πόδια μου έτρεμαν ανεξέλεγκτα.
" Με φοβάσαι ;"
" Νίνα, σκότωσες έναν άνθρωπο..."
Κοίταξε το πτώμα του ανέκφραστα, σαν να μην την ένοιαζε που όντως τον σκότωσε, να ήταν περήφανη για το κατόρθωμα της. Ναι, ναι εντάξει και εγώ ειμουν. Όμως δεν έπρεπε...
" Του άξιζε να πεθάνει , Μάρκο..."
" Νίνα, τι θα κάνουμε ;", προσπάθησα να συγκρατηθώ, δεν θα έκλαιγα, δεν θα το έβαζα στα πόδια.

Χωριστήκαμε ο ένας απ'τον άλλον μέσ'το διαμέρισμα. Σαν να είχαμε την ανάγκη για κάμποσα λεπτά να μην βλέπει ο ένας τον άλλον. Κλείστηκα μέσα στο μπάνιο, αρνούμενος να πιστέψω αυτό που έγινε. Ήταν όντως αληθινό ; Όντως έγινε ; Έτσι ; Γιατί ;

Κοίταξα το είδωλο μου στον καθρέφτη. Ειμουν εξοργισμένος.
" Εσύ φταις για όλα !"
Εσφυξα το χέρι μου και χτύπησα με όλη μου την δύναμη γροθιά στον καθρέφτη.

Είδα τα γυαλιά να πετάγονται τρομαγμένα, κρυστάλλινα και λαμπερά κάτω απ'την ματωμένη μου γροθιά. Παχυές σταγόνες αίματος κάλυψαν τα μάτια μου. Έσμιξαν με το αίμα του Μπουράκ, θυμίζοντας μου για πάντα εκείνη την ημέρα. Την ημέρα που η Νίνα διέπραξε έναν φόνο ο οποίος θα μας ακολουθούσε για όλη μας την υπόλοιπη ζωή. Θα μας στοίχειωνε.

Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και τότε μέσα μπήκε η Νίνα. Μου κράτησε σφυχτα το τραυματισμένο μου χέρι.
" Τι έπαθες ;", είπε λαχανιασμένη
" ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΈΝΟΙ. ΕΊΜΑΣΤΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΈΝΟΙ, ΝΙΝΑ. ΔΕΝ ΤΟ ΒΛΈΠΕΙΣ ;"

Δεν μιλούσε. Δεν μιλούσε καθόλου. Δεν είχε τι να πει και χαιρομουν για αυτό.

Όμως...

" Μάρκο...Μάρκο, μου άλλαξες την ζωή..."
" Τι ;"
" Μάρκο...είσαι ο,τι πιο σημαντικό είχα ποτέ..."

Τώρα εγώ δεν ήξερα τι να πω.

Ξέσπασα σε κλάματα. Σπαραχτικα, ανυπόφορα, τρανταχτά δάκρυα. Έπεσα στην αγκαλιά της.

Ξαφνικά μου διμιουργηθηκε η έντονη επιθυμία να την προστατέψω. Να την πάρω και να φύγουμε μακρυά από εκεί, να την σώσω.

Δεν θα την εγκατέλειπα. Δεν θα έφευγα. Μονάχα αν με έδιωχνε εκείνη. Μόνο τότε.

Σαν να είχε ακούσει τις σκέψεις μου, μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο. Χαμογέλασα. Μου χαμογέλασε και εκείνη.

Κοίταξα τα μάτια της. Τα χείλη της. Τα μαλλιά της. Τα χέρια της. Το στήθος της. Τον λαιμό της. Ήθελα να την φιλήσω. Να την κάνω δική μου.

Την άρπαξα και την ρουφηξα. Η γλώσσα της τρύπωσε μέσα στο στόμα μου, απολάμβανα την γλύκα της, την απαλότητα της. Ένιωσα ότι τα χείλη της, το στήθος της που αγκουμπούσε πάνω μου, τα πόδια της που τυλίχτηκαν γύρω απ'την μέση μου, ήταν όλα ένα θαύμα, μια έκρηξη ζωηρών χρωμάτων που κάθε τόσο θα μου ξεπετούσε κι από μια μοναδική έκπληξη.

Δεν μπορούσα να σταματήσω να την γεύομαι. Με γεύοταν κι εκείνη. Ήξερα πως της αρεσε. Ένιωσα πως με ποθούσε από πολύ καιρό. Και εγώ την ποθούσα, μα με διαφορετικό τρόπο από ότι εκείνη.

Έχωσε το χέρι της μέσ'το παντελόνι μου. Αναστέναξα. Έγειρα το κεφαλή μου πάνω στον ώμο της, παραδομένος στα επίμονα χάδια και τα φιλιά της.

Άφεισα τα χείλη μου να αναπαύτουν επάνω στον λαιμό της. Μύριζε πολύ ωραία. Έμεινα εκεί. Την άφεισα να με κάνει ο,τι ήθελε και μετά ας με σκότωνε, δεν θα με πείραζε. Δεν θα έβγαζα άχνα. Κανενός είδους αντίσταση.

Total EclipseDonde viven las historias. Descúbrelo ahora