•Chapter 36•

20 2 0
                                    

«Η εγκληματικότητα έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρονια. Ψυχίατροι και ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι οι αιτίες που συμβαίνει αυτό είναι πάμπολλες. Οι άνθρωποι τείνουν προς την απόλυτη παράνοια και παράκρουση μετά την πανδημία του κορωνοϊού. Υπάρχουν φίλες και φίλοι πολύ παγιδευμένοι άνθρωποι εκεί εξω. Τους περισσότερους καλό θα ήταν να τους δικαιολογείται. Μην τους κατηγορείτε για τις πράξεις τους. Ειναι κάποιοι που δεν είχαν άλλη επιλογη...»

" Κλεισε το ραδιόφωνο!".
Το χέρι μου έπεσε πάνω στο ραδιόφωνο, όπου η φωνή του άνδρα σώπασε μέσ'την σκοτεινιά των γκρεμών.
Είχα κλέψει το αμάξι του Θάνου. Δεν ένιωθα καθόλου περήφανος για αυτό μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.

Ελπίζω να του το επιστρέφουμε όσο πιο σύντομα γίνεται. Να μην καταλάβει τίποτα.

Χώθηκα μέσα σε ένα δασάκι με ψηλά δέντρα. Σταματήσαμε μπροστά από έναν απότομο γκρεμό που σου έκοβε την ανάσα. Η Αθήνα δεν φαινόταν από πουθενά. Είχε κρυφτεί.
" Γρήγορα...", με τράβηξε η Νίνα, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα.
Έσβησε το τσιγάρο που έκαιγε στα χείλη της, πατώντας το κάτω στο έδαφος.

Βγάλαμε την βαλίτσα απ'το πορτ μπαγκάζ, σέρνοντας την μέχρι την άκρη.
" Φοβάμαι...", άκουσα την ανάσα μου να τρέμει.
Δεν το αντεχα. Θα τον πετούσαμε από κάτω. Θα πετούσα έναν άνθρωπο κάτω απ'τον γκρεμό. Είχα υδρωσει ολόκληρος. Δεν θα μπορούσα ποτέ ξανά να κλείσω μάτι μετά από αυτό. Μετά από αυτό δεν θα ειμουν ο ίδιος.

Το φεγγάρι έλαμπε θολά ψηλά στον ουρανό. Το ικέτεψα ενδόμυχα να μας βοηθήσει. Όμως ήξερα πως ούτε εκείνο θα το έκανε. Κανεις δεν θα το έκανε.
" Βοήθησε με..."
" Όχι...", οπισθοχώρησα
" Μάρκο βοήθησε με σου είπα", ύψωσε τον τόνο της φωνής της, έμοιαζε με ξέπνοο αγρίμι καθώς τραβούσε την βαλίτσα κάτω στα χορτάρια, " βοήθησε με δεν ακούς ;"
" Νίνα...", η φωνή μου είχε ραγίσει σαν γυαλί, ίσα που ακουγόταν κι αν ακουγόταν δεν καταλάβαινες τι έλεγε.
" Μάρκο!", είδα τα μάτια της να εκτοξεύουν σπίθες προς το μέρος μου, απειλητικές σπίθες, " τελείωνε!"

Ήξερα πως έπρεπε να την υπακούσω. Δεν γινόταν να μην το έκανα. Με τα τρεμάμενα χέρια μου την βοήθησα να πετάξει την μαύρη βαλίτσα κάτω απ'τον γκρεμό.

Η ανατριχίλα που ένιωσα ήταν απερίγραπτη. Μου κόπηκαν τα πόδια. Με έπιασε ζάλη, το κεφαλή μου αρχησε να πονα, ένιωθα πως θα ξεράσω. Ειμασταν καμμένα χαρτιά και οι δύο μας!
" Είσαι περήφανη τώρα ;", είπα σιγανά, με την ένταση που ένιωθα σιγά σιγά να αρχίζει να κορυφώνεται, " ΕΙΣΑΙ ΠΕΡΉΦΑΝΗ ΤΩΡΑ ;"
" ΝΑΙ ΡΕ ΕΙΜΑΙ! ΕΙΜΑΙ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ!"
Ξέσπασε σε κλάματα. Ξέσπασα και εγώ.
" Πρέπει να φύγουμε...πρέπει να φύγουμε από 'δω, Νίνα!"
" Να...να εξαφανηστούμε..."

Μπήκαμε γρήγορα μέσα στο αμάξι του Θάνου. Έβαλα μπρος, βλέποντας τον κόσμο μου να μην υπάρχει πια. Όλα είχαν καταστραφεί, καταρρεύσει.

Το ραδιόφωνο άνοιξε...
«...και μην ξεχάσετε φιλες και φίλοι, στο τέλος της ημέρας, όπου όλοι και όλα ησυχάζουν και τα φώτα σβήνουν, να ζητήσετε απ'τον θεό να σας συγχωρέσει. Να ζητάτε πάντα την συγχώρεση του για ο,τι κακό πράττετε. Να έχετε ένα όμορφο βράδυ...».

Total EclipseWo Geschichten leben. Entdecke jetzt