Η Κική ήταν η μαγείρισσα του Μακρυγιάννη για πολλά χρόνια, γέννημα θρέμα της Κουνουπίτσας, χωρίς ίχνος τεμπελιάς στο αίμα της είχε καταφέρει από μικρή να δουλεύει αδιάκοπα σε χωράφια και σπίτια και να κερδίζει το σεβασμό όλων. Οργάνωνε γλέντια σε αυλές και σε πλατείες για γιορτές και χαρές, δεν άργησαν να τη προσέξουν οι άντρες του Μακρυγιάννη για το ταλέντο της στη κουζίνα και στην οργάνωση, ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να συντηρεί ένα όλοκληρο αρχοντικό και να ανταποκρίνεται στον υψηλό πήχη που της είχε θέσει ο Μακρυγιάννης. Δεν τον φοβόταν άλλωστε, έκανε σωστά τη δουλειά της, ήταν αυστηρή και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, την είχαν ανάγκη στο αρχοντικό και το ήξερε. Ο λόγος της μέσα στο προσωπικό μετρούσε και πολλές φορές υπερτερούσε των άλλων.
«Γιατί μπαστακώθηκες μες τα πόδια μας Σέργιε; Δεν έχεις δουλειές;»
Ο Σέργιος είχε στηριχτεί στον πάγκο της κουζίνας και κοιτούσε την Κική παιχνιδιάρικα, του άρεσε να την ενοχλεί την ώρα που δούλευε, έπαιρνε πολύ σοβαρά τη δουλειά της και δεν ήθελε κανέναν να της σπαταλάει το χρόνο.
«Ας πούμε... Πως μου έλειψες Κικάρα.» της χαμογέλασε και τα δυο του λακκάκια εμφανίστηκαν.
«Πότε θα σοβαρευτείς ρε; Ολόκληρος μαντράχαλος, αντί να σοβαρευτείς με καμιά καλή κοπέλα να ησυχάσουμε και εμείς, κάθεσαι και μας ενοχλείς.» η Κική που την ενοχλεί όσο τίποτα άλλο να την φωνάζεις «Κικάρα» τον μάλωσε για να φύγει. Όποτε ξεκινούσαν τη συζήτηση για τη παντρειά του Σέργιου εκείνος γυρνούσε απαξιωτικά τα μάτια του και εξαφανιζόταν από τη κουζίνα. Εκείνη τη στιγμή όμως ο Σέργιος της γέλασε και συνέχισε να στηρίζεται στο πάγκο.
«Κικάρα μου στο ορκίζομαι πως όταν παντρευτώ πρώτη εσένα θα καλέσω, αλλά πριν από αυτό θα μου κάνεις μια χάρη;»
«Α για αυτό πουλάκι μου μας έχεις φάει το μυαλό τόση ώρα... Ρίχτο.»
«Θα μου κάνεις μια φουρνιά από αυτά τα κρουασανάκια που τα κάνεις φανταστικά και μας τρέχουν τα σάλια κάθε φορά;» την κοίταξε με μάτια κουταβιού. Η Κική του είχε αδυναμία, ένα παιδί που σύμφωνα με τα λεγόμενα της έχει καρδιά μιας αγκινάρας, αν εξαιρέσεις όλα τα υπόλοιπα ελαττώματα του, η καρδιά του είναι αυτή που αξίζει.
«Το πρωί δεν σας έκανα; Τι τα κάνατε;»
«Τα φάγαμε ρε Κικάρα, τώρα λέγε θα μου κάνεις κι άλλα;»
Τον κοίταξε με σηκωμένο φρύδι, η μύτη της δεν τη προδίδει ποτέ, η συμπεριφορά του ήταν ύποπτη και το είχε καταλάβει.
«Για σένα ή για κάποιον άλλον;» τον ρώτησε πονηρεμένη, τον είδε που μαγκώθηκε και ξερόβηξε αγχωμένος. «Ή μήπως για κάποια, η οποία από ότι έμαθα μόνο τσάι ήπιε και εξαφανίστηκε στο δωμάτιο της;»
«Εσένα το μυαλό όλο κάτι τέτοια σενάρια σκέφτεται! Θα μου τα κάνεις ναι ή όχι;» της είπε θυμωμένος για να καλύψει τα ίχνη του ενδιαφέροντος του που είχα απλωθεί όλα πάνω στο πεντακάθαρο πάγκο της μαγείρισσας Κικής.
YOU ARE READING
Παραδώσου
RomanceΑν ήμουν χρονιά, θα ήμουν το 2020. Αν ήμουν ταινία, θα ήμουν το The Room. Αν η ζωή μου ήταν σήριαλ, θα ήταν μεταγλωττισμένο βραζιλιάνικο. Aν ήμουν σιρόπι, θα ήμουν για το βήχα. Αν ήμουν χάπι, θα ήμουν υπόθετο. Αν ήμουν ιστορία αγάπης, θα ήμουν αυτή...