To τηλεφώνημα

530 89 21
                                    

Χρειάστηκε μια μέρα μόνο για να ανακαλύψει πόσα πράγματα έχανε λόγω της εργασιομανίας της. Αν δεν έκλεινε δωδεκάωρο στην κουζίνα ένιωθε πως δεν είχε δουλέψει καθόλου, αλλά τώρα που βρήκε ελεύθερο χρόνο, συνειδητοποίησε πως ακόμα και το να μην κάνει τίποτα μία στο τόσο, έχει την αξία του. Κάθισε στην παραλία περίπου τρεις ώρες, εκεί στην καφετέρια πάνω στα κύματα, και παρότι δεν σήκωσε καν το κινητό για να δει τι ώρα ήταν, ένιωσε πως η μέρα της ήδη αποκτούσε μεγάλη αξία. Χαμογέλασε. Πως το λέγανε οι Ιταλοί; Il dolce far niente: η γλύκα του να μην κάνεις...τίποτα... Γι' αυτό αγαπούσε τη χώρα και τους Ιταλούς, γιατί ήξεραν ακόμα και στο τίποτα να δίνουν αξία.

Έριξε πίσω το κεφάλι της για να αφήσει τον ήλιο να χαϊδέψει το πρόσωπό της κι έφερε στο νου το σπίτι της Άννας που αγόρασαν με την Κιάρα και το έφτιαξαν οι δυο τους από την αρχή. Η ιστορία τους θα μπορούσε να εμπνεύσει συγγραφείς και σεναριογράφους, αλλά χαιρόταν που μόνο εκείνη την ήξερε. Όταν πήγε πρώτη φορά στο Σαν Ανιέλο, έναν μικρό οικισμό μόλις δεκαπέντε λεπτά με τα πόδια έξω από το κέντρο του Σορέντο, μαγεύτηκε από την ομορφιά αλλά κυρίως από το διώροφο σπίτι που ήταν κρυμμένο ανάμεσα σε άλλα, ψηλότερα, και την αυλή του που ήταν ένα μέρος μαγικό. Απλωνόταν ανάμεσα στα πέτρινα σπίτια σαν μικρή πλατεία, αλλά ανήκε στην Άννα και την Κιάρα. Αυτό δεν τις σταμάτησε από το να ανακοινώσουν στον κόσμο που έμενε τριγύρω πως ήταν ελεύθεροι να τη χρησιμοποιήσουν, φτάνει να την κρατούσαν καθαρή. Το αποτέλεσμα ήταν κάθε απόγευμα να μαζεύονται όλοι μετά το μπάνιο εκεί, και να φτιάχνουν μαζί σαλάτες, πίτσες και να ψήνουν κρέατα, κάνοντας το καλοκαίρι αξέχαστο. Ίσως θα έπρεπε να πείσει την Άννα να διοργανώσουν ένα τέτοιο βράδυ ξανά. Θα της έκανε καλό να βρεθεί ανάμεσα σε κόσμο που την αγαπούσε κι ίσως να γιορτάζανε μαζί τη μνήμη της Κιάρα.

Με αυτή τη σκέψη πέρασαν δύο μέρες να τριγυρίζει στην Αθήνα για να δει τις υποθέσεις της που λόγω της δουλειάς, καθυστέρησε να τακτοποιήσει. Λογαριασμοί που έληξαν, ενοίκιο, η δόση της μηχανής, η ασφάλεια ζωής και η ασφάλεια της μηχανής... τόσα έξοδα... τα λεφτά ποτέ δεν ήταν θέμα για εκείνη αφού τα τελευταία οχτώ χρόνια εργαζόταν μόνο ως προσωπική σεφ και ο μισθός ήταν πάντα μεγάλος, αλλά τα έξοδά της ήταν πολλά και αν δεν έβρισκε μια λύση σύντομα, δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα.

«Μετά την Ιταλία, τώρα να σκέφτεσαι πως θα πας να δεις την Άννα, και θα περάσεις καλά!» είπε στη μορφή της στον καθρέφτη. Τα μάτια της σκοτείνιασαν. Ήθελε να πιστέψει πως όντως θα όταν πήγαινε τα πάντα θα ήταν ρόδινα αλλά κατά βάθος ήξερε πως οι αναμνήσεις και οι τύψεις θα την κατάτρωγαν. Όσο ήταν μακριά, κατάφερνε να μην σκέφτεται, αλλά όσο πλησίαζε ο καιρός να επιστρέψει... όλα μέσα της γίνονταν ένα κουβάρι.

IL sapore dell' amore (Η γεύση του έρωτα)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant