Πόσο καιρό είμαι εδώ; Δεν θυμάμαι, ίσως μερικές μέρες, ίσως εβδομάδες. Αυτό που με πλήγωνε περισσότερο δεν είναι ο κόσμος που κατέληξα αλλά εκείνη η σιωπή που θα υπήρχε από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου, όταν θα μου τηλεφωνούσε ο κυρ Αλέκος με τη κυρ Λένα να πούμε τα νέα μας.
Πως είναι να ζεις κανονικά; Δεν θυμάμαι. Τη μυρωδιά του γιασεμιού την έχω ξεχάσει ήδη.
Μπροστά μου μόνο γκλίτερ, πούπουλα, σέξι εσώρουχα και ερωτικά παιχνίδια. Ένας άλλος πλανήτης για μένα, είδα πράγματα που δεν ήθελα να δω και άκουσα πράγματα που καλύτερα να μην είχαν ειπωθεί και ποτέ.
«Διάλεξε ό,τι θες από αυτή τη κούτα, θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι, θα σου δώσω και κάποια καλλυντικά που δεν χρησιμοποιώ όπως και περούκες. Αρέσουν πολύ οι περούκες.»
Το δέρμα της είχε την απόχρωση της καστανής ζάχαρης, μια γυναίκα με αμυγδαλωτά μάτια και έντονες βλεφαρίδες, μαγνήτιζε τους πάντες με ένα της βλέμμα. Η Νεχράτ με έπιασε από το χέρι και μου το έσφιξε στο δικό της.
«Μην ανησυχείς, έχουμε η μια την άλλη εδώ. Οι περισσότερες δηλαδή. Η αρχή είναι πάντα δύσκολη.»
«Έχεις να μείνεις πουθενά; Έλα μαζί μου, είναι μικρό σπίτι, αλλά θα τα βολέψουμε. Έλα μη κλαις, τόσο όμορφη κοπέλα και να κλαίει είναι κρίμα.»
Μου σκούπισε τα δάκρια και μαζί με τη καρδιά της μου άνοιξε και το σπίτι της. Ένα τοσοδούλικο σπίτι με τα άκρως απαραίτητα και μια μικροσκοπική σκιά να με κοιτάζει πίσω από τη πόρτα.
«Είναι η κόρη μου. Είναι ντροπαλή, μετά ανοίγεται. Δώσε της λίγο χρόνο.» η Νεχράτ χαίδεψε το κεφάλι της μικρής Φαράχ για να τη καθησυχάσει. «Είναι η φιλοξενούμενη μας, να είσαι ευγενική.»
Η Φαράχ με κοιτούσε με καχυποψία. Στα μάτια της ήμουν μια άγνωστη που μπούκαρε ένα τυχαίο βραδύ κρατώντας μια κούτα με περούκες και ερωτικά βοηθήματα.
Ξάπλωσα στο καναπέ, η Νεχράτ με τη Φαράχ κοιμόντουσαν αγκαλιά μέσα στη κάμαρα τους. Εγώ έκλαιγα βουβά, κουρνιασμένη να αναρωτιέμαι γιατί τόση δυστυχία.3 μμ.
«Καφέ θέλω.»
«Έτσι όπως το κόβεις το μαγαζί, πιστεύεις ότι έχουμε καφέ; Ποτά σερβίρουμε.»
«Δεν καταλαβαίνεις; Καφέ θέλω.» ο πενηντάρης κλασικός Έλληνας με το τσιγάρο στο χέρι και το πουκάμισο ένα νούμερο μικρότερο μου φώναζε για να αποδείξει πόσο λογικό είναι να ζητάει βραδιάτικά από στριπτιτζάδικο να του ψήσουν καφέ.
«Δε μου λες θείο, βλέπεις καμιά καφετιέρα εκεί πίσω; Ή πιστεύεις στη κρύβουμε;»
«Θείο;» σιγά σιγά φούντωνε που του προσέβαλα την ηλικία. «Θείο;» επανέλαβε θυμωμένος. «Ξέρεις σε ποιον μιλάς, μικρό πορνίδιο; Φέρε κάτι να πιω και εξαφανίσου.»
«Καλά θα σου φέρω νερό να πιεις το χάπι της πίεσης.» Σηκώθηκε απειλητικά από το τραπέζι αλλά οι μπραβοί του μαγαζιού τον κοιτούσαν με μισό μάτι. Μαζεύτηκε αμέσως στη θέση του, δεν θα επιχειρούσε ποτέ να ξεκινήσει καυγά σε ένα τέτοιο χώρο, άλλωστε θα έχανε και το θέαμα.
YOU ARE READING
Παραδώσου
RomanceΑν ήμουν χρονιά, θα ήμουν το 2020. Αν ήμουν ταινία, θα ήμουν το The Room. Αν η ζωή μου ήταν σήριαλ, θα ήταν μεταγλωττισμένο βραζιλιάνικο. Aν ήμουν σιρόπι, θα ήμουν για το βήχα. Αν ήμουν χάπι, θα ήμουν υπόθετο. Αν ήμουν ιστορία αγάπης, θα ήμουν αυτή...