41. Σάρκα

70 8 11
                                    

41. Σάρκα

Η μαγιάτικη ζέστη είχε αρχίσει να εισβάλλει στο διαμέρισμα, να τρυπώνει από τα κουφώματα, να ζεσταίνει το κρεβάτι. Οι μέρες ήταν μεγαλύτερες, ανοιξιάτικες, ξελογιάστρες. Οι μυρωδιές που ερχόταν από έξω, την προκαλούσαν να ορμήσει έξω από το διαμέρισμα, να γευτεί τη ζωή, να ελευθερωθεί.

Όμως, τώρα καθόταν σαν κέρινη κούκλα στην άκρη του καναπέ. Ωχρή, ακίνητη, με το σαγόνι σφιγμένο και τα πόδια διπλωμένα κοντά στο στήθος. Είχε στυλώσει το βλέμμα στην τηλεόραση, μα μπροστά της έβλεπε μονάχα ένα θολό παραπέτασμα, ένα σύνολο άχρωμων περαστικών εικόνων. Τα μέλη της ήταν παγωμένα και μουδιασμένα από την ακινησία. Παρέμενε στην ίδια θέση από το μεσημέρι και τον περίμενε.

Ο Ορέστης είχε φύγει γύρω στις οχτώ το πρωί από το σπίτι με κατεύθυνση τα κεντρικά γραφεία της Aσφάλειας, προκειμένου να καταθέσει για τη συμμετοχή του στον Εθνικό Αγώνα. Έκτοτε δεν είχε φανεί. Οι ώρες όλο κυλούσαν κι όλο παρέμεναν ακίνητες. Η Νιλ απλώς καθόταν και περίμενε. Έντεκα και τέταρτο είχε πάει. Καρτερούσε στη σιωπή, μόνη μέσα στο μεγάλο σκοτεινό διαμέρισμα. Η μόνη πηγή φωτός προερχόταν από την τηλεόραση, που φώτιζε απόκοσμα τα πετρωμένα χαρακτηριστικά της.

Προσπαθούσε να μην σκέφτεται. Στο μυαλό της όλα είχαν μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα, σ' ένα συνονθύλευμα εικόνων και κοινών στιγμών. Κι αν τον είχαν συλλάβει για τα κρίματά του; Δεν θα τον συναντούσε ποτέ ξανά. Η λογική την επανέφερε στην πραγματικότητα. Η Λυδία θα την ενημέρωνε, σε περίπτωση που είχε κάποιο νέο. Αν, όμως; Αν; Θα έπρεπε τότε να ζήσει με την ανάμνησή του, παλεύοντας για τη δική της μοίρα. Κεντρί η ανάμνησή του. Η απουσία του θα στοίχειωνε το σπίτι, θα το μετέτρεπε σε ένα σκοτεινό κουφάρι, όπως ήταν τόσα χρόνια, όπως ήταν κι ετούτη δα τη στιγμή.

Όταν μετά από ώρα άκουσε το σύρσιμο των κλειδιών στην πόρτα, το σώμα της αγκυλωμένο πετάχτηκε όρθιο, λες και χτυπήθηκε από ρεύμα. Είδε την ψιλόλιγνη φιγούρα να μπαίνει και να κλειδώνει με αργές κινήσεις μέσα στο σκοτάδι... Επέστρεψε. Πάντα επέστρεφε...

«Ορέστη;» ρώτησε ξέπνοα κι ανάμεσα σ' αυτήν και την επόμενη λέξη χωρούσε η στιγμή και η αιωνιότητα.

Ακόμη δεν είχε στραφεί προς το μέρος της. Απόθεσε το κράνος στη συνήθη θέση στο έπιπλο της εισόδου κι έσκυψε να ξεδέσει τα κορδόνια. Αργούσε κάπως. Για να τον διευκολύνει, έκανε να ανάψει το φως, μα τα δάχτυλα έμειναν μετέωρα ανάμεσα στη σιωπή και την αβεβαιότητα.

Vous avez atteint le dernier des chapitres publiés.

⏰ Dernière mise à jour : Jul 28 ⏰

Ajoutez cette histoire à votre Bibliothèque pour être informé des nouveaux chapitres !

Μικρή ΒαλίτσαOù les histoires vivent. Découvrez maintenant