ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

53 3 0
                                    

Μικρή, στο χρωστούσα.
Είναι για σένα.

-----------------


Το χέρι μου σφίγγει τον λαιμό του όλο και πιο πολύ. Ανυψωμένος κάποια εκατοστά από το έδαφος, προσπαθεί μάταια να πάρει ανάσα. Το μυαλό μου είναι θολωμένο. Δεν ακούω ούτε καν τους πνιχτούς ήχους που βγάζει όσο τον έχω καρφωμένο στον τοίχο. Το πρόσωπό μου είναι αλλαγμένο. Δεν νιώθω οίκτο. Δεν νιώθω το κρύο. Δεν έχω συνείδηση. Μόνο θυμό. Δεν νιώθω πια καμία αντίσταση. Τον αφήνω απότομα να πέσει στο έδαφος νεκρός.
Αμέσως με συνεφέρει ένα άκουσμα από κλάματα με αναφιλητά. Η έκφρασή μου μαλακώνει απότομα, καθώς αναζητώ ανήσυχα τριγύρω. Πού να πήγε;!
Όσο τα μάτια μου συνηθίζουν στο σκοτάδι, ακολουθώ τον ήχο, και κοιτάζω στα αριστερά μου. Παραμερίζω τις διάσπαρτες μεταλλικές καρέκλες. Ανάμεσα σε κάτι πεταμένες ξύλινες τάβλες και σιδεριές, εκεί, να την! Έχει ζαρώσει σε μία γωνιά, καθισμένη στο έδαφος, σε σοκ, κλαίγοντας, με τα γόνατα μαζεμένα κοντά στο σώμα της. Θεέ μου, δεν πρόλαβα! Προσπαθώ να την πλησιάσω, να της μιλήσω, να της εξηγήσω, αλλά μάταια! Στριμώχνει τον εαυτό της όσο μπορεί στη γωνία, μην μπορώντας καν να με κοιτάξει, δεν θέλει να με ακούσει! Δικαίως... Ποιός μπορεί να εμπιστευτεί κάποιον που μόλις σκότωσε έναν άνθρωπο εν ψυχρώ; Κι εκείνος να κείτεται ακόμη εκεί, η μικρή κρύβοντας το προσωπάκι της ανάμεσα στα γόνατά της να κλαίει... Πρέπει να τον κρύψω. Πρέπει να την ηρεμήσω.
Αυτός... Σίγουρα υπάρχει ένα σημείο που να μπορώ να τον θάψω. Τόσο βαθιά που να μην τον βρει ποτέ κανείς. Να μην τον θυμάται κανείς. Βρήκα ένα μικρό κουτί που μόλις και χωράει στην παλάμη του χεριού μου. Δεν έχω ιδέα πώς κατάφερα να τον κάνω να χωρέσει εκεί μέσα. Έγινε λες και τα χέρια μου είχαν τόση δύναμη ώστε να μπορούν απλά να τον συνθλίψουν. Με γυμνά χέρια έσκαψα στο χώμα και άφησα εκεί το κουτί, στη ρίζα μίας λεμονιάς. Στάθηκα για μια στιγμή πάνω από τον λάκκο. Τα μάτια μου έσταξαν μέσα όλη τους την αηδία και την οργή. Μην έχοντας ίχνος μετάνοιας, κάλυψα το κουτί με τόση μανία, σαν να τον σκότωνα για δεύτερη φορά.

--- ♣️ ---


Η Ειρήνη άνοιξε τα μάτια της. 07:10. Το ξυπνητήρι δεν είχε προλάβει να χτυπήσει ακόμα. Αλλά τι τώρα, τι σε δέκα λεπτά, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να ξανακοιμηθεί...
Σηκώθηκε από το κρεβάτι αφού έβαλε στη θέση του το αρκουδάκι της. Ο Κωνσταντίνος ήταν ένας πολύ όμορφος, λευκός, χνουδωτός αρκούδος με μία κόκκινη κορδέλα δεμένη με φιόγκο στον λαιμό του. Ήταν το αγαπημένο της και το μοναδικό από όλα τα λούτρινα που είχε ξεχωριστή θέση δίπλα της, στη γωνία του κρεβατιού. Πήγε μέχρι το μπάνιο κι έριξε νερό στο πρόσωπό της. Ντύθηκε όπως συνήθως για το σχολείο, με μία φόρμα, φούτερ και αθλητικά παπούτσια, χωρίς να ξεχνάει βέβαια την κορδέλα στα μαλλιά –συνήθεια ετών.
Απ’ το μπάνιο ως την κουζίνα έκανες μία μικρή διαδρομή σαν σε λαβύρινθο περνώντας μέσα από έναν στενό διάδρομο, τόσο στενό που χωρούσε μόνο ένας άνθρωπος να περάσει. Μπορεί αυτό το σπίτι στο υπόγειο να μην ήταν μεγάλο, είχε όμως μία μακρόστενη και χαρούμενη αυλή με χαντάκι, όπου μέσα ζούσαν λουλούδια και δέντρα. Εκεί έβγαινες από το σαλόνι ή απ’ το υπνοδωμάτιο. Στο ξύλινο τραπέζι της αυλής αλλά και στο πάτωμα του δωματίου της, έκανε σχεδόν κάθε απόγευμα τις χειροτεχνίες και τις ζωγραφιές της όταν ήταν μικρή. Τώρα πια πού να προλάβαινε... Ήταν κιόλας 15 χρονών, πήγαινε στη Γ′ Γυμνασίου!

ΤΡΙΑ ΕΝΑWhere stories live. Discover now