ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

15 2 0
                                    

Η μικρή! Πρέπει να την πάρω από ’κει! Τρέχω κοντά της. Προσπαθεί να βρει τις ανάσες της.
«Είσαι εντάξει! Τώρα θα είναι όλα εντάξει! Μα πρέπει να φύγουμε!»
Δεν μιλάει. Νιώθω όμως ότι διαβάζω τις σκέψεις της. Σηκώνει το φοβισμένο βλέμμα της και με κοιτάζει, με μάτια υγρά, μουσκεμένα μάγουλα... Το κορμάκι της τρέμει.
«Τι συμβαίνει; Δεν μπορείς να πας στο σπίτι;»
Τα χέρια της αγγίζουν ένα μεγάλο κάθετο σκίσιμο στο πίσω μέρος του παντελονιού της. Στρέφει τα κλαμένα ματάκια της στα συρματοπλέγματα κι αμέσως ξανά στο παντελόνι της. Πανικοβάλλεται τόσο που κοντεύει να ξαναρχίσει το κλάμα.
«Τι; Το παντελόνι; Θα σου δώσω το δικό μου! Μην ανησυχείς για τίποτα. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο να πας σπίτι...»
Σκύβει ξανά το κεφάλι. Πρέπει να την κάνω να με εμπιστευτεί.
«Έλα ’δω, να σου πω, άκου, μπορώ να σε πάρω σπίτι μου απόψε. Δεν θα σε μαλώσει κανείς, στο υπόσχομαι.»
Ακούει σιωπηλή, απελπισμένη, φοβισμένη. Τι να κάνω;;!
«Θα σε φροντίσω εγώ. Δεν θα μπορέσει να σε πειράξει κανείς... Έλα μαζί μου, σε παρακαλώ!! Άκου με λίγο... Συγγνώμη που δεν πρόλαβα. Θα με συγχωρέσεις;;!»
Συνεχίζοντας να κρύβει το πρόσωπό της, ακούει αυτά που της λέω. Δεν βγαίνει λέξη απ’ το στόμα της, όμως καταλαβαίνω τα πάντα, ηχούν στο κεφάλι μου τόσο καθαρά... “Μου λες ψέματα... Σκότωσες!”
«Έχεις δίκιο... το έκανα, ναι. Μα θέλω να σε προσέχω, να σε φροντίζω. Σε νοιάζομαι, σου λέω αλήθεια, έλα μαζί μου σε παρακαλώ! Δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ! Συγγνώμη που με είδες να κάνω κάτι τέτοιο... Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Έγινα όμως, γιατί έπρεπε! Για σένα έγινα. Κι αν χρειαστεί θα ξαναγίνω. Δεν θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει. Συγγνώμη!!»

--- ♣️ ---

Έβαλε τα ακουστικά του discman της χαιρετώντας τη μαμά και τον μπαμπά απ’ το παράθυρο του λεωφορείου ΑΘΗΝΑ – ΠΑΤΡΑ EXPRESS. Σε τρεις ώρες περίπου θα έβλεπε την αδερφή της μετά από έναν χρόνο, και για δύο ολόκληρες μέρες θα ήταν μαζί! Στον Διονύση δεν θα έλεγε τίποτα, το είχε πάρει εγωιστικά πλέον. “Να μείνει με την κοπέλα του...”
Το λεωφορείο ξεκίνησε και η Ειρήνη πάτησε το play. Είχε μαζί της CD με ελληνική pop, με ελληνικά και ξένα hip-hop και μία μικρή συλλογή με πιάνο του Frédéric Chopin, την οποία άκουγε για ώρες ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Ήταν η συντροφιά της τις ώρες που διάβαζε, που κοιμόταν, που έγραφε στο ημερολόγιό της. Οι νύχτες αυτές του Φεβρουαρίου έπεφταν από νωρίς, έτσι απολάμβανε τη διαδρομή και τα αναμμένα φώτα του δρόμου, όσο μουντζούρωνε στο Α4 σπιράλ τετράδιό της. Όταν το λεωφορείο έφτασε στον σταθμό, εντόπισε μέσα στο πλήθος την αδερφή της που την περίμενε. Εκείνη μόλις την είδε μέσα απ’ το τζάμι του λεωφορείου, άρχισε να τη χαιρετάει χαμογελαστή. Πήρε την τσάντα της, φορτώθηκε στην πλάτη το μικρό της σακίδιο και όλο χαρά, σχεδόν τρέχοντας, κατέβηκε για να την αγκαλιάσει.
«Αγάπη μου!! Καλώς το!», είπε σφίγγοντάς την ασφυκτικά πάνω της.
«Μου έλειψες!!»
«Κι εμένα, πολύ! Έλα, πάμε να βρούμε ταξί. Πάμε σπίτι, θα φάμε μαλακίες απόψε!». Φαγητό απ’ έξω, κάτι που η μαμά και ο μπαμπάς σπάνια επέτρεπαν, αλλά απόψε επιβαλλόταν.
Το βυσσινί ταξί άφησε τις δύο αδερφές έξω απ’ το κτήριο στην οδό Ρόδων, μία παλιά πολυκατοικία με πέντε ορόφους. Ανέβηκαν στον δεύτερο με το ασανσέρ και η αδερφή της Ειρήνης άνοιξε την πόρτα. Μία όμορφη λουλουδάτη μυρωδιά απορρυπαντικού πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
«Έλα ρε, σφουγγάρισες; Πώς το ’παθες;», την πείραξε.
«Χαχαχα! Ναι, το απόγευμα. Ευτυχώς που το σπίτι είναι μικρό και δεν μου φεύγει ο τάκος. Έλα! Έλα, να στο δείξω!»
Τα πρώτα δύο χρόνια της ως φοιτήτρια τα πέρασε σε ένα δώμα στον έβδομο όροφο. Δεν υπήρχαν βλέπεις χρήματα για κάτι καλύτερο, μα τώρα ευτυχώς βρέθηκε αυτό. Επιτέλους, μπορούσε άφοβα να απλώσει ρούχα σαν άνθρωπος στο μπαλκόνι της, κι όχι στην ταράτσα που λυσσομανούσε ο αέρας. Μια φορά η καημένη έμεινε με δύο εσώρουχα! Τα υπόλοιπα... τα πατήσανε κάτι αυτοκίνητα στη λεωφόρο «πως-την-λένε», που είναι παρακάτω. Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο τούτο το σπιτάκι, μα ήταν σίγουρα πιο άνετο, δεν το έκαιγε ο ήλιος τα καλοκαίρια, να μην μπορείς να σταθείς μέσα! Μία κουζινούλα, ένα μικρό μπάνιο με ντουζιέρα, ένα σαλόνι με καναπέ-κρεβάτι κι ένα τραπέζι ήταν όλο κι όλο. Στο τραπέζι έτρωγε και διάβαζε. Υπήρχε και μία μικρή τηλεόραση με DVD player σ’ ένα μικρό επιπλάκι απέναντι απ’ τον καναπέ. Ήταν τέλειο!
«Λοιπόν, εδώ στην πλατεία έχει σαντουιτσάδικο, θα πάθεις πλάκα! Μετά αν θες πάμε σινεμά για καμιά ταινία, ή αν θες εδώ ταινία, κι αύριο πάμε να σε βγάλω για ψώνια, για ποτό, ό,τι γουστάρεις!»
«Να φάμε! Ταινία βλέπουμε εδώ, να αράξουμε, να μου πεις και τα νέα σου... Αύριο αν είναι πάμε σινεμά και μετά έξω.»
«Ό,τι θέλεις!», την αγκάλιασε δίνοντάς της ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο.
Η ώρα κυλούσε σαν νερό με την ταινία. Ένιωσε πιο ελεύθερη από ποτέ σ’ εκείνο το μικρό σαλονάκι και περίμενε ανυπόμονα την αυριανή μέρα για την έξοδό τους.
Το επόμενο πρωί βρήκε τις δύο αδερφές μ’ έναν καφέ στο χέρι, να περνοδιαβαίνουν στα μαγαζιά για ψώνια.
«Θα σου πάρω κάτι για να το βάλεις απόψε. Λέω να πάμε σ’ ένα μπαράκι που παίζει jazz και τέτοια, θα σου αρέσει. Ααα, να, εδώ, πάμε να δούμε σκουλαρίκια!»
Της διάλεξε ένα μακρύ ζευγάρι με δύο μεγάλες πορτοκαλί πέτρες απ’ όπου κρέμονταν δύο λεπτές αλυσίδες στο χρώμα του μπρούτζου. Στο ίδιο πορτοκαλί χρώμα τής βρήκε κι ένα τσιμπιδάκι για τα μαλλιά μ’ ένα εξωτικό λουλούδι που έμοιαζε με ορχιδέα. Όταν τα φόρεσε το ίδιο βράδυ, διαπίστωσε πόσο όμορφα ταίριαζαν με την κοτλέ κυπαρισσί φούστα της. Έβαλε το τσιμπιδάκι πιάνοντας μία μεγάλη τούφα στα πλάγια, αποκαλύπτοντας έτσι περισσότερο το καλογραμμένο προφίλ της. Ψηλές μαύρες μπότες και μία μαύρη μπλούζα συμπλήρωσαν το ντύσιμό της. Τα δύο κορίτσια έβαλαν τα παλτά τους και βγήκαν απ’ την πολυκατοικία. Έφτασαν περπατώντας στη μεγάλη πλατεία, τη διέσχισαν και βρήκαν το μαγαζί, του οποίου την είσοδο δεξιά κι αριστερά, στόλιζαν φυτά μέσα σε ξύλινες ζαρντινιέρες. Πολύς ο κόσμος μέσα, κυρίως όρθιοι. Κατάφεραν με τα πολλά να βρουν ένα ψηλό τραπεζάκι. Τι νέος κόσμος εδώ! Άντρες, γυναίκες... Πολύχρωμα φώτα, όμορφη μουσική... Κοιτούσε γύρω της μαγεμένη, σαν να μην είχε ξαναδεί τέτοιο θέαμα. Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο της και την έκανε να κοιτάξει πίσω της:
«Συγγνώμη, μπορούμε μήπως να ακουμπάμε κι εμείς τα ποτά μας στο τραπέζι σας, γιατί δεν βρίσκουμε κανένα άλλο ελεύθερο;». Ένας άντρας γύρω στα 24, μετρίου ύψους, με ξανθά σκούρα μαλλιά κι ένα ζεστό χαμόγελο την κοιτούσε με τα πράσινα μάτια του και περίμενε μία απάντηση, μαζί με τον φίλο του, έναν εξίσου νέο και συμπαθητικό άντρα.
«Ναι, βέβαια!», είπε δυνατά η μικρή λόγω της μουσικής, και του έγνεψε καταφατικά.
«Στέλιος!»
«Ειρήνη! Χάρηκα!»
Συστήθηκαν και οι τέσσερις, εφόσον εκείνο το βράδυ θα μοιράζονταν το ίδιο τραπέζι. Ο Στέλιος έμοιαζε να έχει μεγάλο ενδιαφέρον στο να τη γνωρίσει καλύτερα, όσο προλάβαινε τουλάχιστον. Για όσο διαρκούσε η νύχτα. Τη ρώτησε από πού είναι, μια και δεν την είχε ξαναπετύχει στο μαγαζί και ο ίδιος ήταν τακτικότατος θαμώνας. Στο μεταξύ ο φίλος του με την αδερφή της έπιασαν κι αυτοί κουβέντα μεταξύ τους. Θα έλεγες ότι ο καθένας τους είχε καπαρώσει κι από μία! Δεν την πείραζε όμως, η κουβέντα μαζί του ήταν κάθε άλλο παρά βαρετή. Μηχανικός εκείνος, με μεγάλη αγάπη για τις ξένες γλώσσες και χειριζόταν άψογα την ιταλική. Βρήκαν έτσι ένα κοινό, αφού από πάντα της είχε αδυναμία στα ιταλικά, γνώριζε κάποιες σκόρπιες λέξεις και της άρεσε να ακούει ιταλικά τραγούδια.
«Και ποια τάξη τελειώνεις το καλοκαίρι;»
«Γ′ Γυμνασίου. Έχω ακόμα!»
«Και δεν σου φαίνεται! Μάλιστα... Μια χαρά. Έρχεσαι συχνά Πάτρα;»
«Όχι, αλλά αυτή είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι. Η πρώτη ήταν με τους δικούς μου πριν δύο χρόνια, για να φέρουμε την αδερφή μου.»
«Ααα... Ε, θα έρχεσαι πιο συχνά τώρα, να τη βλέπεις κιόλας.»
«Μακάρι!»
«Μακάρι... Να σε βλέπουμε κι εμείς...»
Χαμογέλασε και χαμήλωσε το βλέμμα της. Τα μάτια του ήταν διαρκώς πάνω της. Ξέχασε τον φίλο του, ξέχασε την αδερφή της Ειρήνης... Μιλούσαν και χόρευαν οι δυο τους και η μικρή ένιωθε πως όλα γύρω τους είχαν εξαφανιστεί. Πόσο κρίμα που δεν έμενε στην Πάτρα! Μα επιτέλους πια αυτή η πόλη!
«Έχεις καταλάβει ότι δεν πρόκειται να φύγω απόψε χωρίς τον αριθμό σου...»
«Μα δεν έρχομαι συχνά... Δεν ξέρω καν πότε θα μπορέσω ξανά.»
«Έρχομαι κι εγώ κάποιες φορές στην Αθήνα. Θέλω να σε ξαναδώ. Ti prego.»
Δεν μπόρεσε να του χαλάσει το χατίρι, ούτε να διώξει εκείνες τις πεταλούδες απ’ το στομάχι της. Κι εκείνα τα ιταλικά της χάιδευαν τα αυτιά... Αντάλλαξαν αριθμούς τις πρώτες πρωινές ώρες που έφυγαν απ’ το μπαράκι με προορισμό το σπίτι.
«Στον δίνω, αλλά δεν ξέρω αν θα με ξαναδείς. Αλήθεια δεν ξέρω.»
«Θα στο πω πάλι, θέλω να σε ξαναδώ. ΘΑ σε ξαναδώ. Arrivederci...»
Αχ... Arrivederci... Τι ήταν κι αυτό απόψε απ’ το πουθενά!

ΤΡΙΑ ΕΝΑWhere stories live. Discover now