Αυτό είναι το σημείο που κανονικά πρέπει να συστηθώ και να πω το όνομά μου. Όταν λέω το όνομά μου πονάω, με ενοχλεί σαν κακιά ανάμνηση. Η μάνα μου όμως έλεγε ότι κάθε φορά που το πρόφερε ένιωθε ότι ήταν η πιο γλυκιά λέξη.
Είμαι μόνο 30 χρονών κι έχω αρχίσει να κουράζομαι.
Σωματικά έχω αρχίσει να κουράζομαι. Δύο ατυχήματα με μηχανή και η μέση μου με θυμάται κατά περιόδους και με τσιμπολογάει. Το αριστερό μου μπούτι έχει ένα εξόγκωμα, παράσημο απ’ τη ρόδα που με χτύπησε εκεί πριν έντεκα χρόνια, με πονάει κι αυτό αραιά και πού. Το δεξί μου χέρι δε πιο τακτικά, ειδικά όταν αλλάζει ο καιρός, απ’ το δεύτερο ατύχημα, πριν έξι χρόνια. Συν ότι εμείς οι γραφίστες υποφέρουμε κι από την πολλή χρήση ποντικιού στον υπολογιστή, αλλά πρέπει να δουλέψουμε. Βάζω τον νάρθηκά μου, το βουλώνω, τρώω το αγγούρι μου και κάνω υπομονή.
Ψυχολογικά έχω αρχίσει να κουράζομαι. Χώρισα πριν από δύο χρόνια. Αυτή η σχέση ήταν «το μονόπετρο που δεν ήρθε ποτέ», χαχαχα... Γελάω, ο μαλάκας... Το κρασί φταίει. Μεγάλωσα μαζί του και τον είδα κι εγώ να μεγαλώνει. Δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν τόσο δύσκολο να σταθώ στα πόδια μου, ακόμα προσπαθώ. Πάντα λέω ότι είμαι καλά, ότι δεν με νοιάζει, μα κατά βάθος με ενοχλεί, με επηρεάζει ακόμα. Όταν έχεις χτίσει τη ζωή σου γύρω από έναν άνθρωπο, όταν επιτέλους νιώθεις μία ασφάλεια και στο τέλος χάνεις τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου... Δεν βαριέσαι... Έχω και τις μαύρες μου, έχω και τις καλές μου. Όπως πολλοί άνθρωποι γύρω μας, έτσι κι εγώ έχω σηκώσει τα βάρη μου.
Μισό λεπτό, να βάλω λίγο κρασί ακόμα. Πιάσε ένα ποτήρι και για σένα, έχω στο λοξό ντουλάπι. Σαν στο σπίτι σου.
Έχω μία ικανότητα για την οποία δεν είμαι υπερήφανη. Να καταπίνω. Δεν το λέω για πονηρό, παρά τα σεξουαλικά υπονοούμενα που μου αρέσει να πετάω συχνά και το λιμανίσιο λεξιλόγιο του οποίου κάνω χρήση ως ναρκομανής. Το γουστάρω όμως, αυτό είναι η πρέζα μου, με τονώνει και με κρατάει “όρθια”. Ναι, καταπίνω διαρκώς. Καταπίνω άσχημες συμπεριφορές εις βάρος μου και ανέχομαι καταστάσεις που μου κάνουν κακό. Έχοντας κατά νου πάντα τους άλλους, τρέχω διαρκώς ώστε να είμαι εγώ το προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας και να πέσουν εκείνοι στα μαλακά. Δεν με νοιάζει καθόλου ο εαυτός μου. Αγχώνομαι σε μέγιστο βαθμό. Καταπιέζω τα «θέλω» μου.
Όλα αυτά έχουν ήδη αρχίσει να μου αφαιρούν μελαμίνη απ’ τις τρίχες στο κεφάλι μου και να μου αποχρωματίζουν τα μαλλιά. Και δεν τα θέλω τα κομμωτήρια... Είμαι ο πιο σπάνιος πελάτης τους. Τα νύχια μου θα τα φτιάξω όμως, όλα κι όλα, μπορεί να μην φτιάχνω τα μαλλιά μου, να μην ντύνομαι fancy στην καθημερινότητά μου, αλλά τα χέρια μου και τα πόδια μου τουλάχιστον τα θέλω περιποιημένα. Εξάλλου εκεί που εργάζομαι δεν θα μπορούσα να πηγαίνω έτσι, και να βλέπει ο ξένος κόσμος να σχεδιάζω με φαγωμένα νύχια. Τα έχω πάντα προσεγμένα και χτισμένα, σε ένα κομψό, μεσαίου μήκους “αμύγδαλο”, για να μην μ’ ενοχλούν στο πληκτρολόγιο.
Είμαι τελειομανής. Όταν “στήνω” ένα βιβλίο πρέπει να είναι αισθητικά άψογο. Σιχαίνομαι τα ημίμετρα. Είμαι αυστηρή με τον εαυτό μου. Ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο μου, στα χόμπι μου, δεν μου επιτρέπω το μέτριο. Μία φιγούρα χορού θα πρέπει να την κάνω σωστά, με τεχνική και το σωστό feeling. Μία εκδήλωση που θα παρουσιάσω θα πρέπει να έχει σωστή ροή και να τη σχεδιάσω με τέτοιον τρόπο ώστε να μην κάνει “κοιλιά”. Δίνω μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες.
Αγαπώ την τέχνη και τη δημιουργία σε όλες τις μορφές τους. Μπορεί να μην υπάρχει μεγάλη άνεση καλλιτεχνικής έκφρασης σε έναν εκδοτικό οίκο τέτοιου κύρους, αλλά έστω κι αυτό είναι κάτι δημιουργικό, έτσι προσπαθώ να το βλέπω. Μπορεί ο κάθε συγγραφέας που έρχεται για να δουλέψετε το υλικό για το βιβλίο του να “λούζεται” το ρημάδι το after shave και να μην μπορείς να πάρεις ανάσα δίπλα του, ή να μιλάει πολύ και να σου κάνει υποδείξεις πάνω απ’ το κεφάλι σου για όλο το οκτάωρο της βάρδιας, αλλά... το αντέχεις. Κάνεις τη δουλειά σου και το αντέχεις. Δεν κάνω κάτι το ιδιαίτερο, δεν έχω να κάνω με χρώματα, το πόστο μου είναι τέτοιο που δεν απαιτεί να ψάχνω ευφάνταστες ιδέες. Με λίγα λόγια δεν κάνω αυτό που μου αρέσει να κάνω, αυτό που γεννήθηκα να κάνω. Είναι φασόν, είμαι ένα ακόμη μικρό γρανάζι στη μηχανή, αλλά το κάνω, κάνω κάτι χρήσιμο ώστε να βγει σωστό και όμορφο το κάθε εκπαιδευτικό βιβλίο που εκδίδεται. Και θέλει δουλειά, πολλή δουλειά. Μην το καίτε στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Λίγο σεβασμό, παιδάκια... Φφφφφ...
Δώσ’ μου το τασάκι. Πάρε και τσιγάρο αν θέλεις.
Συγγνώμη για το ξέσπασμα... Μην με παρεξηγείς που μιλάω έτσι, σαν να έχω νεύρα. Δεν είμαι κακός άνθρωπος, ούτε bitch. Έχω συχνές ψυχολογικές διακυμάνσεις. Δεν κοιμάμαι καλά τελευταία. Όταν κοντεύει να με πάρει τα βράδια ο ύπνος τινάζομαι τρομαγμένη, και όταν καταφέρνω τελικά να κοιμηθώ είναι φορές που βλέπω όνειρα, πολύ ζωντανά, τόσο που δεν ξέρω αν τα έζησα στ’ αλήθεια ή αν απλώς τα έχω διηγηθεί σε κάποιον ως μία φανταστική ιστορία πραγματικότητας. Ξυπνάω την επόμενη μέρα με μεγάλη σύγχυση. Είναι και που στο γραφείο δεν πάνε καλά τα πράγματα τελευταία. Ανέκαθεν βέβαια υπήρχε ένταση μεταξύ συναδέλφων για θέματα της δουλειάς, για τους συγγραφείς που δεν μας φέρνουν το υλικό στην ώρα τους, και που πρέπει να τρέχουμε εμείς μετά να τα “στήσουμε” τελευταία στιγμή όπως-όπως, ένταση με το τυπογραφείο που δεν ξέρει αν θα προλάβει να τα τυπώσει και τελικά τα θύματα αυτού του domino effect θα είμαστε εμείς, που δεν θα παραδώσουμε τα βιβλία στην ώρα τους και θα φανούμε αναξιόπιστοι. Πάντα υπήρχαν αυτά, αλλά με αγχώνουν οι φωνές, δεν τις αντέχω. Νιώθω ότι θέλω να πάω στη γωνία μου μέχρι να επιστρέψουν οι παλμοί μου στο φυσιολογικό τους. Αυτό λοιπόν που ήρθε και μας βρήκε αναπάντεχα στο γραφείο, ήταν το ότι δεν υπήρχε πια λόγος για φωνές και ένταση... Η απραξία. Όταν ο πελάτης σου δεν έχει χρήματα για δημιουργία νέων εκπαιδευτικών βιβλίων, τότε καταφεύγει στην πιο απλή λύση, να εκτυπώσει τα παλαιότερα και να τελειώνει. Αυτό για εμάς σήμαινε ότι δεν θα είχαμε δουλειά να κάνουμε, για τουλάχιστον ενάμιση χρόνο ακόμη. Αφού μας το ανακοίνωσαν, τις πρώτες δύο εβδομάδες κοιτούσαμε απλά τις οθόνες μας, χωρίς να έχουμε κάτι να ασχοληθούμε. Τουλάχιστον για τους πιο παλιούς στη δουλειά υπήρχε κάτι που μπορούσαν να κάνουν με άλλες σειρές βιβλίων, όχι κάτι για το άμεσο μέλλον, αλλά «ας είμαστε έτοιμοι». Η μικρή συνάδελφος όμως; Η καινούρια; Με λιγότερο από δύο χρόνια στη δουλειά ήμουν ο πιο αδύναμος κρίκος. Ο προϊστάμενος είχε δίκιο, δεν γινόταν να περνάει το αφεντικό και να με βλέπει άπραγη.
Έτσι βρήκε κάτι και για μένα, «για να μην κάθομαι». Ξεκίνησε με κάτι απλό, αλλαγή σε όλες τις ετικέτες των ντοσιέ στη βιβλιοθήκη του γραφείου, να υπάρχει μία συνοχή, να είναι όμορφη η εικόνα της βιβλιοθήκης, να ανανεωθούμε, βρε αδερφέ. Αλλά όχι, «μην φτιάξεις ακόμα τις ετικέτες, να ξεσκονίζαμε τη βιβλιοθήκη πρώτα, να τα βάλουμε σε τάξη. Μήπως να ρίχναμε και μία γενική καθαριότητα εδώ μέσα...». Ώπα, μισό! Υπάρχουν καθαρίστριες στο κτήριο, δεν θα πιάσω και τη σφουγγαρίστρα! Το έχω κάνει πριν χρόνια σε άλλη δουλειά, κι αυτό από καλή καρδιά, όχι όμως κι εδώ, ρε γαμώτο... Καθείς στο πόστο του. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να διαφωνήσω ευγενικά για τη γενική καθαριότητα. Αλλά τη βιβλιοθήκη, ναι, έστω... αυτό μπορούμε να το κάνουμε. Κι έτσι βρέθηκα με ένα ξεσκονόπανο στο χέρι και υγρό «φσουτ-φσουτ», να καθαρίζω τα ράφια της μεγάλης μας βιβλιοθήκης, αυτά που άδειασα προηγουμένως με τον προϊστάμενο και που είχε ως αποτέλεσμα ένα τεράστιο χάος από στοίβες χαρτιών και βιβλίων –νέων, παλαιότερων και παμπαλαιότερων– στο πάτωμα, στα γραφεία μας...
Σιχαίνομαι το χάος! Το γραφείο μου δεν το έχω ποτέ έτσι, μ’ ενοχλεί μέχρι και η λάθος θέση της μολυβοθήκης. Το τηλέφωνο πρέπει να είναι πάντα στα δεξιά μου, τοποθετημένο με κλίση 45 μοιρών σε σχέση με την καρέκλα μου. Τα post-it μου είναι όλα μαζί ταξινομημένα κατά μέγεθος σε ειδική θήκη που έχω αγοράσει. Πάντα ήμουν τέρας οργάνωσης, από μικρή, ξέρω που βρίσκεται το κάθε τι μέσα στο σπίτι μου. Τα συρτάρια μου είναι τακτοποιημένα με διαχωριστικά, εδώ οι χαμηλές κάλτσες, δίπλα οι ψηλές, πιο ’κει τα καλσόν. Οι δουλειές που αναλαμβάνω τελειώνουν το συντομότερο, ει δυνατόν κι εκείνη τη στιγμή. Θες πες το άγχος; Όπως θες πες το, μια φορά οι εκκρεμότητες δεν μου αρέσουν. Και στο σχολείο τα ίδια, διάβαζα Παρασκευή μεσημέρι. Στη σχολή δεν είχα την υπομονή να τελειοποιήσω κάποιο project σταδιακά, όπως όριζε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, ήθελα να τελειώνω, να είμαι ένα βήμα μπροστά, προετοιμασμένη για το επόμενο, και το επόμενο, και το επόμενο. Λίγο κρασί ακόμη;
Στην πρώτη μου δουλειά, θυμάμαι, έτσι ήθελα να ήταν όλα όσα θα αναλάμβανα, οργανωμένα και τέλεια. Όταν τελείωσα τη σχολή, που λες, βρήκα μία θέση γραφίστα part time σε μία μικρή διαφημιστική εταιρεία. Οι πελάτες – μέλη μας ήταν αποκλειστικά κομμωτήρια. Πλήρωναν ετήσια συνδρομή για να τους διοργανώνουμε σεμινάρια είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό και να τους παρέχουμε υπηρεσίες προώθησης, που όταν λέμε προώθηση, εννοούσαμε απλή καταχώρηση της επιχείρησής τους στο site μας –ο Θεός να το κάνει. Η πρώτη μου μέρα εκεί περιορίστηκε στη γνωριμία μου με τον ιδιοκτήτη, επίσης γραφίστας, αηδιαστικός, αντιπαθητικός, άπλυτος, σκατόφατσα, με φούτερ, φόρμα και με φραπέ. Γνώρισα και τη συνιδιοκτήτρια που είχε αναλάβει και χρέη γραμματείας. Μου περιέγραψαν το αντικείμενο, που φάνηκε απλό:
«Τηλέφωνα θα σηκώνεις, θα φτιάχνεις μακέτες...». Καλά ως εδώ. «... και θα κάνεις και συντήρηση στο site μας.»
«Μα... δεν ξέρω να φτιάνω site, κλασική γραφιστική κάνω...»
«Α, να, εδώ είναι το πρόγραμμα, μάθε το μέχρι αύριο.»
Αυτές ήταν οι κουβέντες του αφού έψαξε στο συρτάρι του, και μου πέταξε το CD πάνω στο γραφείο του, λες και μου πέταγε δεν ξέρω κι εγώ τι. Παρόλα αυτά δεν είπα τίποτα. Γύρισα σπίτι, ξενύχτησα στον υπολογιστή μου κι έφτιαξα ένα κάρο σημειώσεις, προκειμένου να είμαι έτοιμη να αναλάβω τα καθήκοντά μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το πήρα πατριωτικά, να μην φανώ ανίδεη στην πρώτη μου δουλειά, να είναι όλα τέλεια. Και όντως τα κατάφερνα μια χαρά! Τους τρεις πρώτους μήνες μου έφαγαν και τα ένσημα, κανονικά, υπήρχε πρόγραμμα. «Ξέχασαν να με δηλώσουν», μωρέ... Έτσι είπε η γραμματέας. Αλλά εντάξει, πέρα απ’ αυτό, τα κατάφερνα μια χαρά. Το αφεντικό άρχισε να μου αναθέτει κι άλλες δουλειές, εκτός εταιρείας, θα με πλήρωνε επιπλέον, το ’πε ο άνθρωπος... Κι έτσι έκανα μακέτες καταχωρίσεων σε περιοδικά και για δικούς του πελάτες. Κάτι ρεμάλια, αν ρωτάς εμένα, αν έκρινα απ’ την ομιλία τους κι από τον τρόπο που είχαν απλωμένα τα πόδια τους πάνω στη μεγάλη τραπεζαρία καπνίζοντας, λες και βρίσκονταν μόνοι τους σε σπίτι, κι όχι σε εταιρεία! Μακέτες για αστρολογία, κρυσταλλομαντεία, ταρώ, προβλέψεις, ζώδια και τηλεφωνικό σεξ έπρεπε να φτιάξω γι’ αυτούς, χωρίς να μου έχουν δώσει δικό τους υλικό φυσικά, έπρεπε μόνη μου να βρω εικόνες, να γράψω σλόγκαν και κείμενα. Το αστείο ήταν όταν έψαχνα στο γραφείο υλικό για αυτές τις ροζ αγγελίες. Μία απλή Τετάρτη μεσημέρι κάποιος ταμίας σε κάποια τράπεζα μπορεί να μετρούσε χρήματα, να απαντούσε σε τηλέφωνα ή να εξυπηρετούσε πελάτες στο γκισέ. Εγώ προσπαθούσα να πείσω τη νοικοκυρά της διπλανής πόρτας ότι η κυρά-Λίτσα «έχει το χάρισμα» και παράλληλα έβαζα αστεράκια πάνω στις ρώγες κάποιου γυμνόστηθου μοντέλου με τουρλωμένο κώλο, πληκτρολογώντας από κάτω ατάκες τύπου «πάρε με... τηλέφωνο» χρησιμοποιώντας κιτς γραμματοσειρές και “κραγμένα” χρώματα, όπως προστάζει η αισθητική τέτοιων αγγελιών.
Ήταν μία μέρα από αυτές που είχαν πάλι κάποιο meeting με αυτά τα καλόπαιδα που κοροϊδεύουν τον κόσμο με τις αγγελίες τους. Έκανα την κίνηση για να φανώ ευγενική και τους ρώτησα αν θέλουν να τους προσφέρουμε καφέ, τσάι ή κάτι άλλο. Δεν ήταν στις αρμοδιότητές μου, παρόλα αυτά τους έφτιαξα καφέ, έφερα νερά... Στο τέλος του meeting φιλοτιμήθηκα να μαζέψω και να βάλω τα ποτήρια τους στον νεροχύτη της μικρής κουζίνας. Εκεί παρατήρησα –για άλλη μία φορά– ότι από προηγούμενες μέρες είχαν ξεμείνει πιάτα και ποτήρια άπλυτα, του αφεντικού και της άλλης της κυράτσας που, εκτός από συνεργάτης του, το έπαιζε και γραμματέας που τρώει ένσημα πού και πού. Έπλυνα μόνο τα πιάτα και τα ποτήρια των επισκεπτών που δεν μου έφταιγαν σε τίποτα, κι επέστρεψα στη θέση μου. Η άλλη μόνο που δεν είχε πιάσει και τη λίμα για τα νύχια της τόση ώρα. Έφυγαν οι επισκέπτες και βγήκα έξω για να κάνω τσιγάρο, δέκα λεπτά πριν σχολάσω. Η γραμματέας με ακολούθησε ένα λεπτό αργότερα για να μου πει με ύφος ότι ξέχασα να πλύνω τα ποτήρια και τα πιάτα.
«Δεν τα ξέχασα. Απ’ το meeting ό,τι ποτήρι και πιάτο υπήρχε πλυμένο είναι. Και το δικό μου ποτήρι είναι επίσης πλυμένο, όπως κάθε φορά.»
«Στο σπίτι σου δηλαδή πλένεις μόνο τα δικά σου; Τα υπόλοιπα τα αφήνεις;»
«Στο σπίτι μου έχω πλυντήριο πιάτων. Και είναι το σπίτι μου. Δεν θυμάμαι να συμφώνησα να φτιάχνω καφέδες για τους επισκέπτες και να πλένω τα ποτήρια τους, παρόλα αυτά προσφέρθηκα και το έκανα από μόνη μου. Δεν πληρώνομαι όμως για να πλένω τα πιάτα και τα ποτήρια των υπολοίπων, νομίζω...»
Δεν περίμενε από ένα κοριτσάκι 20 χρονών να μιλήσει με τέτοια ευθύτητα όσο κάπνιζε το τσιγάρο του. Σάστισε.
«... Ε, τι να κάνουμε; Εδώ δεν έχουμε πλυντήριο πιάτων!»
«Τότε ίσως πρέπει να φροντίσει ο καθένας να πλένει τα δικά του.»
Ήταν η πρώτη και η μόνη φορά που απάντησα με τέτοια απάθεια, χωρίς να μ’ ενδιαφέρει τίποτα. Αν με ρωτάς τώρα, θαυμάζω εκείνο το 20χρονο κι εύχομαι να του έμοιαζα περισσότερο... Λίγους μήνες μετά παραιτήθηκα. Όχι από μόνη μου, αν και θα ’πρεπε. Μου είχαν φέρει να υπογράψω έναν πάκο χαρτιά με τις πληρωμές μου, ένα χαρτί για κάθε μήνα. Έλεγξα τα δύο πρώτα, ήταν όντως πληρωμές κι έτσι τα υπέγραψα όλα στα γρήγορα, ένα προς ένα. Μετά το καλοκαίρι έπαιρνα τηλέφωνα στο γραφείο για να μάθω πότε θέλουν να επιστρέψω στη δουλειά.
«Θα τηλεφωνηθούμε...», απαντούσαν.
Το τελευταίο τηλέφωνο που τους έκανα μετά από μέρες ήταν μεγάλο μάθημα για μένα:
«Μα παραιτήθηκες. Έχεις υπογράψει παραίτηση, απ’ το καλοκαίρι.»
Ω, ναι. Στα χαρτιά των πληρωμών μου βρισκόταν χωμένο και το χαρτί της παραίτησής μου. Ίσως θεώρησαν ότι έπρεπε με αυτόν τον τρόπο να πληρώσω για την ευθύτητά μου ή μπορεί να ήταν απλώς λαμόγια. Έμαθα λοιπόν ότι δεν πρέπει να εμπιστεύομαι. Να μην κάνεις κανέναν τσάμπα μάγκα. Όταν τους εξυπηρετείς όλα είναι καλά, όταν ξεβολεύονται όμως, δείχνουν το αληθινό τους πρόσωπο. Φυσικά δεν πληρώθηκα ποτέ για τις επιπλέον μακέτες του “κύριου” αφεντικού.
Έχω δουλέψει πολύ τσάμπα στη ζωή μου, αδερφέ μου. Έχω βοηθήσει αφιλοκερδώς πολύ κόσμο για να κάνει πράγματα, άπειρες ώρες απ’ τον ελεύθερο χρόνο μου. Έχω ανεχτεί συμπεριφορές και καταπίνω. Γιατί δεν μπορώ όπως τότε ν’ ανοίξω το στόμα μου και να πω «δεν με νοιάζει»;
Χρόνια ολόκληρα υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μου η φωνή της μάνας μου: «Μην λες τίποτα παιδί μου, δόξα τω Θεώ να λες, έχεις μια δουλειά καλή, με την ασφάλειά σου, με τα πάντα σου». Θες δεν θες, σου περνάει στο πετσί αυτή η νοοτροπία του να μην μιλάς, να μην δυσαρεστήσεις, να μην πάρεις ρίσκο, να μην πει ο κόσμος, να είσαι πάντα καλός. Όχι μόνο για τη δουλειά, για όλες τις καταστάσεις, για φίλους, για οικογένεια, για τα πάντα. Μην μιλάς. Μην δημιουργείς πρόβλημα. Μην τσακώνεσαι. Αν μιλήσεις θα δημιουργήσεις πρόβλημα, θα κάνεις τους άλλους να νιώσουν άβολα, θα είσαι δυσάρεστος. Και δυστυχώς έτσι έμαθα, έτσι κάνω.
YOU ARE READING
ΤΡΙΑ ΕΝΑ
ChickLit«Ήξερε ότι η βραδιά δεν θα κλείσει απλά έχοντας πιει ένα ποτό. Η ατμόσφαιρα εκεί σαν να μην σε αφήνει. Σαν να σε τυλίγει ένα πέπλο ερωτικό, αέρινο με το που πατάς το πόδι σου μέσα. Σαν από αυτό το πέπλο να σχηματίζονται δύο χέρια που νοητά σου βγάζο...