Άλλο ένα κουραστικό Σάββατο στο κομμωτήριο πέρασε. Η Κλαίρη μπήκε στο σπίτι και αμέσως άρχισε να ετοιμάζεται. Όσο άπλωνε το ρουζ στα μάγουλά της, σκεφτόταν την έξοδό της με τον Χρήστο. Ήταν μία ευχάριστη έκπληξη, καθώς ούτε 150 χρόνια μεγαλύτερός της ήταν, ούτε αποκρουστικός στην όψη, ποτέ δεν ξέρεις τι να περιμένεις από αυτές τις εφαρμογές, όπου ο καθένας παρουσιάζεται ως μοντέλο, με ψεύτικες φωτογραφίες, ή και καθόλου φωτογραφίες. Κάθε άλλο, ήταν ένα νέο παιδί 28 χρονών, μελαχρινός, με ωραίο χαμόγελο και σίγουρα ήθελε να τον ξαναδεί, έτσι είπαν δηλαδή όταν αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον. Της είπε πως θα έστελνε μήνυμα την επόμενη εβδομάδα για να το φιξάρουν, κοντά στη δική του περιοχή αυτή τη φορά. Το περασμένο Σάββατο την πήγε για καφέ νωρίς το απόγευμα σε μία πολύ ωραία καφετέρια προς τη θάλασσα, έτσι σκέφτηκε ότι ήταν ωραίο μέρος για να δώσει κι εκείνη ραντεβού απόψε εκεί με την Ελένη και τον Νίκο. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει με αγνώστους πρώτη φορά σε μία περιοχή που δεν γνώριζε. Εξάλλου θα έπρεπε να είναι κοντά στο σπίτι αν τυχόν συνέβαινε το οτιδήποτε, απ’ τις λίγες φορές που η Κλαίρη σκέφτηκε κάτι τέτοιο, γιατί συνήθως ένιωθε τόσο άτρωτη... Διάλεξε από τη ντουλάπα της ένα στενό παντελόνι και μία σατέν μπλούζα με φαρδιά μανίκια που έδεναν στον καρπό με μία λεπτή κορδέλα. Οι ψηλές μαύρες γόβες κι ένα ζευγάρι μακριά σκουλαρίκια συμπλήρωσαν το σύνολο, μαζί με την τσάντα της, στην οποία δεν παρέλειψε να βάλει τσιγάρα, κινητό, κλειδιά, πορτοφόλι και το κόκκινο κραγιόν της.
Έφτασε στην καφετέρια παίρνοντας τραμ και λεωφορείο. Μπήκε μέσα και διάλεξε ένα ήρεμο τραπέζι για να τους περιμένει. Είχαν πει για τις 21:30. Άργησαν λίγο, μα η Ελένη την ειδοποίησε με μήνυμα ότι μόλις έφτασαν. Κοίταξε προς την είσοδο του μαγαζιού και τους είδε να κοιτάνε τριγύρω. Τους έκανε νόημα και η Ελένη της χαμογέλασε. Πλησίασαν το τραπέζι της.
«Καλησπέρα!», είπε και σηκώθηκε απ’ τη θέση της.
«Γεια σου! Η Κλαίρη;»
«Ολόκληρη!»
«Είμαι η Ελένη», αποκρίθηκε δίνοντας το χέρι της, «κι από ’δω ο Νίκος...»
«Χάρηκα!», είπε εκείνος με μία δυνατή χειραψία.
Ο σερβιτόρος ήρθε στο τραπέζι τους και ο Νίκος –κύριος– ρώτησε πρώτα την Κλαίρη τι θα πιεί, κι έπειτα τη σύζυγό του.
«Είχε κίνηση στον δρόμο; Ελπίζω να μην σας ταλαιπώρησα που ζήτησα να βρεθούμε εδώ.»
«Ευκαιρία να κάνουμε τη βόλτα μας κι εμείς, όλα καλά», είπε ο Νίκος. Η Ελένη συμφώνησε, προσθέτοντας πως το μέρος ήταν υπέροχο και σίγουρα άξιζε τον κόπο η διαδρομή.
Άρχισε να τους παρατηρεί εξωτερικά... «Όμορφο ζευγάρι» είχε πει η Ελένη, εντάξει Ελένη μου, όχι για να τρελαθεί κανείς, αλλά έστω. Ο Νίκος ήταν μετρίου αναστήματος με καστανά κοντά μαλλιά. Φορούσε γαλάζιο πουκάμισο και τζιν παντελόνι. Περιποιημένος σίγουρα, όχι κάτι το ιδιαίτερο σε εμφάνιση, αλλά τουλάχιστον σε φυσιολογικά κιλά. Η Ελένη ήταν πιο νταρντάνα. Είχε ανοιχτές πλάτες τις οποίες κάλυπταν οι καστανόξανθες μπούκλες της που έφταναν λίγο πιο κάτω απ’ τους ώμους. Είχε λίγο παράξενη οδοντοστοιχία, αλλά κατά τ’ άλλα συμπαθέστατη φυσιογνωμία. Φορούσε μία μακρυμάνικη κόκκινη μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ κι ένα μαύρο παντελόνι με τακούνια. Βάψιμο σε γήινους τόνους. Φαίνονταν άνετοι, σαν να βγήκαν βόλτα με μία φίλη τους, και πιο πολύ ο Νίκος, που μιλούσε τόσο “ζαμάν φου”, λες και σου έλεγε «να μωρέ, εδώ, καθαρίζω φασολάκια». Το πιθανότερο ήταν πως είχε βγει πολλά τέτοια ραντεβού, η Κλαίρη πάντως δεν θ’ άνοιγε από μόνη της την κουβέντα επί του πονηρού. Εξάλλου είχε πει στην Ελένη ότι δεν μπορούσε να εγγυηθεί τίποτε παραπάνω από μία απλή γνωριμία. Θα το έπαιζε “Κινέζα” μέχρι κάποιος απ’ τους δύο να το αναφέρει. Άλλωστε τι να πει, πώς να το πει;
Ο σερβιτόρος επέστρεψε και άφησε ένα ουίσκι με πάγο για τον Νίκο και βότκα πορτοκάλι για τις γυναίκες. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και η Ελένη άνοιξε την κουβέντα:
«Με τι ασχολείσαι λοιπόν, Κλαίρη; Πες μας για σένα... Είσαι πολύ όμορφη!»
«Ευχαριστώ πολύ... Οι γονείς μου να είναι καλά!», απάντησε γελώντας. «Δεν ξέρω αν έχω πολλά να πω, εργάζομαι σ’ ένα κομμωτήριο, κάνω περιποίηση άκρων. Είμαι καλή με τα χέρια γενικώς, στο σχέδιο, στα χρώματα... Είχα δική μου πελατεία προηγουμένως, αλλά ήταν δύσκολο να μεταφέρω πράγματα της δουλειάς στα χέρια.»
«Ωωω, ναι, σωστά.»
«Οπότε πρώτος μου στόχος είναι να πάρω αυτοκίνητο, μήπως ξεκινήσω να δουλεύω πάλι μόνη μου.»
«Όμορφα... Τα χόμπι σου;»
«Kick boxing.»
«Ααα... Πάρα πολύ ωραία!», αναφώνησε η Ελένη.
«Ναι, χτίζει κορμί. Αν κι εσύ δεν έχεις ανάγκη, μια χαρά σε βρίσκω», πρόσθεσε ο δικός της.
«Ευχαριστώ... Ήταν δύσκολο στην αρχή, αλλά τα εύκολα τα βαριέμαι γρήγορα, μου αρέσει να βλέπω τι μπορώ να καταφέρω. Εσείς;»
«Εγώ οικιακά, στο σπίτι. Ο Νίκος είναι ναυπηγός.»
«Ααα... Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον. Πώς είναι δηλαδή μία μέρα στη δουλειά; Τι ακριβώς κάνεις;»
Τι ήθελε και ρώταγε; Ειλικρινά δεν καταλάβαινε λέξη η καημένη! Ο Νίκος πήρε φόρα κι άρχισε να αναλύει τα πάντα χωρίς σταματημό, πηγαίνοντας απ’ το ένα θέμα στο άλλο. Μόνο σκόρπιες λέξεις συγκράτησε απ’ όλον αυτόν τον περιγραφικό χείμαρρο, κάτι έλεγε τώρα αυτός για σωλήνες, εξηγούσε το πώς λειτουργούν κάποια μηχανήματα στα πλοία, ποιος ξέρει τι άλλο έλεγε... Από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να ακούει, απλώς έγνεφε συμφωνώντας αόριστα. Όσο ο Νίκος μιλούσε ακατάπαυστα, έπιανε την Ελένη που της έριχνε κάτι ματιές ξελιγωμένες... Και στο πρόσωπο, αλλά κυρίως στο στήθος. Με την άκρη του ματιού της προσπαθούσε να ψυχολογήσει αυτές τις ματιές, που όμοιές τους θα ανήκαν λες σε κάτι πραγματικά ανώμαλους που σε γδύνουν με τα μάτια και είναι έτοιμοι να κατεβάσουν το παντελόνι και να στον πετάξουν έξω. Αυτός ο παραλληλισμός την έκανε άξαφνα πολλά βήματα πίσω. Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνει.
Ο Νίκος σηκώθηκε, λέγοντας ότι θα επιστρέψει σε λίγα λεπτά, για να τις αφήσει και λίγο μόνες τους, «να τα πούνε». Σίγουρα είχε καλά δασκαλεμένη τη σύζυγο για το τι να πει στην Κλαίρη, «ως γυναίκα προς γυναίκα» προκειμένου να την πείσει, να της αποσπάσει αυτό το «ναι».
«Λοιπόν, τι λες; Πώς μας βλέπεις; Θα ήθελες να δοκιμάσουμε κάτι, κι όπως βγει;»
Η Κλαίρη δεν κόμπιασε καθόλου στις κουβέντες που επρόκειτο να πει. Δεν ήταν άνθρωπος που ντρεπόταν σε κάτι τέτοια.
«Να σου πω, κι ευκαιρία που έφυγε ο Νίκος. Αποφάσισα πως δεν θέλω να το κάνω.»
«Αχ, γιατί;;!»
«Γιατί... Δεν λέω, μια χαρά άτομα φαίνεστε, αλλά κάτι μπήκε στο μυαλό μου και με κάνει πίσω. Ευχαριστώ παρόλα αυτά που κάνατε τον κόπο να έρθετε ως εδώ, ας πούμε ότι βγήκαμε απλώς για ένα ποτό.»
Η Ελένη έδειξε να απογοητεύεται.
«Σε παρακαλώ, ξανασκέψου το!! Έχεις χρόνο, χωρίς βιασύνη, απλά σκέψου το! Μου αρέσεις πολύ, δεν ξέρω αν θα μπορέσω να βρω άλλη κοπέλα και ο Νίκος το θέλει πάρα πολύ. Περνάμε μια κρίση μεταξύ μας και... θέλω πολύ να τον κρατήσω, δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Σε παρακαλώ...»
Η Κλαίρη ήταν καλό παιδί, ταρακουνήθηκε με αυτό που άκουσε, αλλά δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο καθαρά από λύπηση. Η απελπισία της ήταν πραγματικά ολοφάνερη, αλλά οι “άρρωστες” ματιές που ένιωθε τόση ώρα, σαν πέη που ετοιμάζονταν να εκσπερματίσουν πάνω της, την έκαναν να πιστεύει πως η Ελένη έλεγε ψέματα. Σίγουρα κάποιο προσυμφωνημένο plan B.
«Δεν μπορώ... Το μετάνιωσα, βλέπω πως τελικά δεν νιώθω καλά με αυτό. Εξάλλου σε είχα προειδοποιήσει πως δεν μπορώ να υποσχεθώ κάτι άλλο πέρα από μια απλή γνωριμία.»
Η Ελένη κατάλαβε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την πείσει.
«Εντάξει. Δεν θέλω να σε πιέσω, δεν είναι σωστό. Θα βρω κάτι να του πω για ν’ απαλλάξω εσένα τουλάχιστον... Θα του πω ότι... έχεις κάτι γυναικολογικό και δεν μπορείς να κάνεις κάτι άμεσα, οπότε θα του προτείνω να βρούμε κάποια άλλη...»
«Εντάξει, πες του αυτό...», της έκλεισε το μάτι κι έκοψε την κουβέντα, καθώς ο Νίκος πλησίαζε.
Η Ελένη άφησε μισή ώρα να περάσει, έτσι για το ξεκάρφωμα, και είπε στον άντρα της να επιστρέψουν σιγά-σιγά. Ο “δήθεν” πονοκέφαλος που βρήκε σαν δικαιολογία, της είχε “δήθεν” τρελάνει το κεφάλι. Έτσι χαιρετήθηκαν και το ζευγάρι πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Πήγε στη στάση του τραμ και περίμενε τον τελευταίο συρμό. Αναστέναξε ανακουφισμένη. Τι ήταν κι αυτό... Απ’ τη μία ο Νίκος που της πήρε το κεφάλι με τα κινέζικα που έλεγε, απ’ την άλλη τα βλέμματα της Ελένης, χώρια ο άσχημος παραλληλισμός που έκανε με αυτά... Χίλιες φορές με τον Χρήστο, που ήταν και πιο κοντά στην ηλικία της άλλωστε. Τι να έκανε αυτή η ψυχή; Ίσως να του έστελνε εκείνη πρώτη για να κανονίσουν εκείνον τον καφέ. Έβγαλε το κινητό απ’ την τσάντα της και άνοιξε για να διαβάσει ένα νέο μήνυμα που είχε ήδη λάβει, μα, τι έκπληξη! Το όνομα του Χρήστου βρισκόταν στο πεδίο «αποστολέας», ούτε τάμα να το είχε κάνει! Τη ρωτούσε πού χάθηκε.Δουλειές... Όλα καλά;
Καλά, γλύκα. Ποια μέρα
λες να τα ξαναπούμε;Σύντομα. Το άλλο Σάββατο μετά τη δουλειά, κατά τις 18:00, τι λες;
Ο συρμός του τραμ φρέναρε στη στάση σκούζοντας. Μπήκε στο τελευταίο βαγόνι και κάθισε στις άδειες θέσεις της γαλαρίας. Έγειρε το σώμα της προς τα πίσω, ακουμπώντας την πλάτη της στο κάθισμα, έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει κι αυτό προς τα πίσω.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
ΤΡΙΑ ΕΝΑ
Genç Kız Edebiyatı«Ήξερε ότι η βραδιά δεν θα κλείσει απλά έχοντας πιει ένα ποτό. Η ατμόσφαιρα εκεί σαν να μην σε αφήνει. Σαν να σε τυλίγει ένα πέπλο ερωτικό, αέρινο με το που πατάς το πόδι σου μέσα. Σαν από αυτό το πέπλο να σχηματίζονται δύο χέρια που νοητά σου βγάζο...