Πάντα απολάμβανε τις συζητήσεις της με τον Χρήστο. Συνήθως μιλούσαν για σεξ βέβαια, αλλά δεν υπήρχε ποτέ ντροπή, μόνο οικειότητα. Ένιωθε ελεύθερη, ο εαυτός της.
Να πούμε Σάββατο κατά τις 19:00; Προς θάλασσα; Έχω πει
και σε έναν ξάδερφό μου, σε πειράζει; Έχει έρθει από επαρχία και τον φιλοξενώ, μην μείνει μόνος του.Κανένα θέμα. Θα στο φιξάρω
όμως Παρασκευή για σίγουρα.Έγινε, κοριτσάρα μου. Τα λέμε!
Έβαλε ξανά το κινητό στην τσάντα της και περίμενε να φτάσει με το τραμ στον τερματικό σταθμό των λεωφορείων, ώστε να συνεχίσει τον δρόμο για το σπίτι. Ένιωθε πολύ ανακουφισμένη που κατάφερε να ξεφορτωθεί την Ελένη και τον δικό της, γιατί στ’ αλήθεια είχε αρχίσει να φρικάρει με αυτή τη γκόμενα που απλά ήθελε να κρατήσει τον άντρα της με οποιοδήποτε κόστος, ή τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν. Δεν ήταν συντηρητική, αλλά αν ήταν να δοκιμάσει κάτι παραπάνω και μάλιστα με γυναίκα, ας ήταν με κάποια πιο κοντά στην ηλικία της και, αν μη τι άλλο, να έχει μία εμπειρία, να ξέρει τι κάνει.
Την επόμενη εβδομάδα αφού τελείωσε τη δουλειά, γύρισε αμέσως σπίτι και ντύθηκε για να βγει με τον Χρήστο και τον ξάδερφό του. Το ραντεβού ήταν παραλιακά. Ο ήλιος ήταν ακόμη σχετικά ψηλά κι έριχνε τις αχτίδες του στο νερό, παιχνιδίζοντας με τις λάμψεις και τις αντανακλάσεις πάνω στα αραγμένα σκάφη της μαρίνας. Η Κλαίρη είδε τον Χρήστο σε μία από τις καφετέριες να της κάνει νόημα από μακριά. Εκείνος δίπλα του θα πρέπει να ήταν ο ξάδερφός του.
Πλησίασε το τραπέζι και οι δύο άντρες σηκώθηκαν όρθιοι για να τη χαιρετήσουν. Ο Χρήστος τη φίλησε σταυρωτά και της σύστησε τον εξάδελφο. Παρήγγειλαν από έναν καφέ και άρχισαν να συζητούν διάφορα, για δουλειές, για σχέσεις... Ποιός ξέρει, να του είχε πει ο Χρήστος από πού γνωρίστηκαν οι δυο τους και τι λένε συνήθως στις συζητήσεις τους; Μα μήπως η Κλαίρη θα τον ξανάβλεπε; Τι σημασία είχε; Έμειναν κάμποση ώρα, είδαν και το ηλιοβασίλεμα, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και το μαγαζί όλο και γέμιζε.
«Να σας πω, θα γίνει χαμός σε λίγο, δεν πάμε προς το σπίτι για ποτάκι, που θα έχουμε και την ησυχία μας;»
«Ναι μωρέ», συμφώνησε ο εξάδελφος, «δεν τη γουστάρω τη βαβούρα.»
Σιγά που δεν θα του είχε πει τι συζητούσαν συνήθως! Άντρες, κουτσομπόληδες...
«Εντάξει, δεν έχω θέμα», είπε η Κλαίρη, «αρκεί να μην είναι πολύ μακριά και ξενιτευτώ, μετά έχω και τη διαδρομή προς το σπίτι.»
«Όχι, όχι, εδώ κοντά είναι, δέκα λεπτά με το αμάξι.»
«Οk, να φωνάξω να πληρώσουμε...»
«Μαζέψου εσύ, δυο άντρες είμαστε εδώ!»
«... Ωωω... Ευχαριστώ, άντρες!!»
«Αλίμονο...»
Σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι και περπάτησαν κατά μήκος της μαρίνας, έως εκεί που ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του Χρήστου. Η Κλαίρη μπήκε στο πίσω κάθισμα.
Το διαμέρισμα του τρίτου ορόφου δεν ήταν πολύ μεγάλο, ήταν όμως περιποιημένο, μαζεμένο. Από τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα και αντικεί¬μενα, φαινόταν ότι ο άνθρωπος που έμενε εκεί ήταν εργένης. Δύο μικροί κανα¬πέδες, ένα μεγάλο τετράγωνο σκαμπό, και όλα αυτά γύρω από ένα ξύλινο τραπεζάκι στο κέντρο. Στον μέσα διάδρομο, απ’ την ανοιχτή πόρτα φαινόταν η κρεβατοκάμαρα. Οι τοίχοι είχαν ένα σκούρο μωβ χρώμα και ο χαμηλός φωτισμός έδινε μία πολύ ερωτική νότα στην ατμόσφαιρα. Το “τέλειο έγκλημα”.
Κάθισαν στο σαλονάκι. Ο Χρήστος έβγαλε ποτά στο τραπεζάκι, με ποτήρια, πάγο και τα συναφή.
«Τι βάζω;»
«Ό,τι μπορείς...», του απάντησε και ο Χρήστος γέλασε, συνηθισμένος στα ροζ υπονοούμενα κατά τις συζητήσεις τους. «Βότκα... Δεν είμαι φίλη του ουίσκι! Πες μου ότι έχεις και χυμό...»
«Εεε... όοοοχι. Εκτός αν θες να σου στύψω λεμόνι.»
«Όχι μωρέ, δεν θα πίνεται, θα είναι ξινή. Δεν πειράζει, σκέτη με πάγο.»
Ο εξάδελφος ετοίμαζε παράλληλα δύο ουίσκι και ξεκού¬μπωσε τα δύο πρώτα κουμπιά από το που¬κάμισό του.
«Δεν σας πειράζει να βολευτώ λίγο εγώ...», είπε λύνοντας και τα παπούτσια του.
«Όχι, ρε», απάντησε ο Χρήστος, «νιώστε άνετα, βγάλτε παπούτσια, μπουφάν, ό,τι γουστάρετε, μόνοι μας είμαστε!»
«Ααα... Τότε, να πω την αμαρτία μου, θα βγάλω κι εγώ τις μπότες...»
«Ναι, ναι, να, κι εγώ θα βγάλω παπούτσια, μην σου πω θα βγάλω και το πουκάμισο!»
«Χρήστο, βγάλε εσύ πουκάμισο, θα βγάλω κι εγώ το παντελόνι!», γέλασαν και οι τρεις.
«Ε, σιγά, και να έβγαζες το παντελόνι, μήπως θα βλέπαμε κάτι που γενικά δεν έχουμε ξαναδεί;», είπε η Κλαίρη.
«Ε, δεν πιστεύω», απάντησε, «ένα μποξεράκι φοράω, μαύρο!»
«’Ντάααξει μωρέ, έχω δει πολλές φορές, κι εγώ ίδιο φοράω εξάλλου. Αν φορούσες ροζ, ας πούμε, αντί για μαύρο θα με σόκαρε!»
Ο Χρήστος κάθισε μόνος του στον μικρό καναπέ, αφήνοντας την Κλαίρη και τον ξάδερφό του να καθίσουν δίπλα-δίπλα, στον τριθέσιο. Απολάμβανε που οι δυο τους ανέπτυξαν την ίδια οικειότητα που είχε κι αυτός μαζί της, κι όλα έμοιαζαν να λέγονται για πλάκα, μέχρι που ο Χρήστος έκανε την κίνηση “ματ”:
«Δεν ξέρω για εσάς, εγώ ζεσταίνομαι. Sorry, αλλά το τζιν δεν το μπορώ μες στο σπίτι...», άρχισε να βγάζει βιαστικά το παντε¬λόνι του, σαν να πετούσε ένα βάρος από πάνω του. Μόνο που ο εξάδελφος βλέποντας την κίνηση αυτή, σαν να “ζήλεψε”:
«Ααα... Ε, τότε θα το βγάλω κι εγώ, να είμαι άνετα... Ρε, βγάλ’ το κι εσύ, να χαλαρώσεις. Σιγά, μην ντρέπεσαι...»
«Ποιός ντρέπεται;», είπε σαν να δέχτηκε κάποιου είδους πρόκληση και σηκώθηκε όρθια. Έλυσε την πλαϊνή κόπιτσα και το φερμουάρ από το μαύρο κάπρι παντελόνι της. Έμεινε μόνο με το μπλουζάκι και το μαύρο μποξεράκι της, σαν να φορούσε πιτζάμες στο σπίτι της.
Συνέχισαν να συζητάνε χαλαρά, σχολιάζοντας όσα έβλεπαν, τον γυμνασμένο εξάδελφο, τα καλοχτισμένα πόδια του Χρήστου, τα στρογγυλά μπούτια της Κλαίρης που ήταν «για δάγκωμα»... Την “γαργαλούσαν” τα κομπλιμέντα για το σώμα της και καταλάβαινε προς τα πού πήγαινε όλο αυτό. Δεν ήταν χαζή, φυσικά και ήξερε... Ποιός καλεί κόσμο στο σπίτι και βγάζει το παντελόνι του επειδή ζεσταίνεται; Μια νέα κοπέλα με μποξεράκι στον καναπέ του σαλονιού, άνετη και ακομπλεξάριστη, είναι πειρασμός για δύο άντρες, «κόκκινο πανί». Ο εξάδελφος άρχισε να πλησιάζει τον “πειρασμό” όλο και πιο πολύ... Απολάμβανε την προσμονή που τους “έχτιζε” σιγά-σιγά και στα δύο τους κεφάλια. Κανείς δεν είπε «είμαι πτώμα, πάω να ξαπλώσω, πείτε τα εσείς», οπότε δεν ήξερε με ποιον από τους δύο... Ή και με τους δύο; Τη μεθούσε η πιθανότητα του να συμβεί κάτι τόσο άτακτο και τόσο έξω απ’ τα κουτάκια στα οποία έχει τακτοποιημένα τα «πρέπει» του ο περισσότερος κόσμος για το σεξ. Άφηνε τα πράγματα να κυλήσουν από μόνα τους... Κι ό,τι γίνει...
Στο μεταξύ ο εξάδελφος ήταν σχεδόν πάνω της. Η κουβέντα γύριζε πια αποκλειστικά γύρω απ’ το σεξ. Οι δύο άντρες αναρωτιόνταν πώς κατάφερνε να παραμένει τόσο άνετη και δεν ενέδιδε. Εκείνη ατάραχη, στον καναπέ, είχε αρχίσει να βολεύεται μάλιστα απλώνοντας τα πόδια της και απλώς απαντούσε στις ερωτήσεις τους:
«Δεν νομίζω πως έχω κάνει κάτι extreme, συνηθισμένα πράγματα θα έλεγα. Μου αρέσει να με κουμαντάρει ο άλλος, αυτό μόνο ως σκέψη. Κατά τ’ άλλα νορμάλ πράγματα.»
«Δηλαδή με δύο άντρες μαζί δεν έχει τύχει να κάνεις κάτι; Εμείς έχουμε κάνει με κοπέ¬λα, ας πούμε.»
«Όχι, ποτέ. Ακούγεται πολύ ωραίο, αλλά δεν έχει τύχει. Είμαι σε μία φάση που προσπαθώ να νιώσω άνετα με όσα κατά καιρούς με φαντάζομαι να κάνω. Δεν έρχομαι κι εύκολα σε διάθεση γενικώς...»
«Δεν έρχεσαι;», απόρησε ο εξάδελφος. «Πώς γίνεται; Δηλαδή σου κάνουν πράγματα και δεν ανταποκρίνεσαι;»
«Ε, όχι και πολύ εύκολα. Τώρα που το σκέφτομαι παίζει να μην ξέρω καν τι μου αρέσει ακριβώς. Δεν έψαξα ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος.»
«Δεν παίζει να μην ανταποκρίνεσαι ή να μην σου αρέσει να ασχολούνται δύο άτομα μαζί σου. Ο ένας ας πούμε να σε φιλάει, να σε χαϊδεύει κι ο άλλος να ασχολείται με τον κώλο σου... Ε;», είπε ο Χρήστος, και η Κλαίρη ένιωσε την ίδια στιγμή μία ξαφνική γαργαλιστική αίσθηση, χαμηλά, ανάμεσα στα μπούτια της... Παρόλα αυτά δεν το έδειξε, θεώρησε ότι ήταν κάτι της στιγμής και θα φύγει.
«Δελεαστικό, δεν λέω, αλλά δεν νομίζω πως δεν θα έμπαινα στον πειρασμό με την πρώτη. Στ’ αλήθεια θεωρώ πως ανταποκρίνομαι κάπως δύσκολα...»
«Μην το λες», συνέχισε ο Χρήστος, «είναι να γίνει η αρχή πιστεύω. Σου αρέσει να παίζει κάποιος πίσω, μου είχες πει...»
Ο εξάδελφος άρχισε να χαϊδεύει τις γάμπες της, χωρίς να μιλάει.
«... Μου αρέσει, ναι... Αρκεί να γίνεται προσεκτικά, δεν θέλει βιασύνη, το ξέρεις.»
«Βέβαια. Η καλύτερη προετοιμασία πάντως γίνεται με ατμό». Η Κλαίρη τον κοίταξε με απορία. «Φαντάσου, ας πούμε, πώς θα ήταν να κάθεσαι ίσα-ίσα στην επιφάνεια αρκετά ζεστού νερού... Ο ατμός κάνει δουλειά από μόνος του εκεί. Εσύ απλώς πρέπει να χαλαρώσεις...»
«Μμμμ... Ναι, αλλά πώς γίνεται να είσαι ίσα-ίσα στην επιφάνεια; Θα πρέπει να καθίσεις κανονικά, αν μιλάμε για μπανιέρα τουλάχιστον.»
«Κι αυτό γίνεται, αλλά μπορεί να φτιάξει και κάποιου είδους κατασκευή ο άλλος, αν είναι μερακλής...»
«Όπως;»
«Καρέκλα ίσως, χαμηλή... με τρύπα. Και από κάτω βάση, να μπορείς να ακουμπήσεις λεκάνη με ζεστό νερό. Πώς το ακούς;», ρούφηξε μία γουλιά από το ουίσκι του.
«Ε, πρέπει να είναι όντως μερακλής!»
«Και να σε έχουν δεμένη σ’ αυτή την καρέκλα, με ανοιχτά πόδια. Ένας να σε γλύφει κι ένας να σε φιλάει στον λαιμό, όσο περιμένουν να χαλαρώσει η κωλοτρυπίδα σου...»
Ο συνδυασμός όλων αυτών των λέξεων της πάτησε ένα ευαίσθητο κουμπί, σαν να της τράβηξαν κι άλλο την προσοχή.
«Α, θα είχε δύο άτομα η φάση...»
Ο διπλανός της την πλησίασε επικίνδυνα, δίνοντάς της ένα αιφνιδιαστικό φιλί στη βάση του λαιμού της, αρκετό για να της κόψει τη μιλιά. Ένιωσε τη γλώσσα του στο αυτί της και το σώμα του ήταν πια ακριβώς πάνω της. Άρχισε να λιγώνει... Κάπως. Λίγο... Προσπαθούσε. Ο Χρήστος έπινε το ποτό του και τους κοιτούσε. Περίεργο συναίσθημα και ταυτόχρονα ενδιαφέρον, να υπάρχει και κάποιος άλλος στον χώρο, να σε βλέπει. Και ποιός ξέρει, να θέλει να σου κάνει κι εκείνος τα ίδια με τον άλλον, ή ό,τι άλλο μπορεί να έχει στον νου του.
Ο εξάδελφος είχε ήδη κατεβάσει λίγο το μποξεράκι του και της οδήγησε το χέρι εκεί, μα αλίμονο... Δεν εντυπωσιάστηκε, ίσα-ίσα έχασε και αυτό το λίγο ενδιαφέρον που είχε ως εκείνη την ώρα, όχι μόνο επειδή ο εξάδελφος δεν έλεγε κάτι ιδιαίτερο από “προσόντα” κι εξωτερική εμφάνιση, αλλά κι επειδή άλλο τίποτα πέρα απ’ τον λαιμό της δεν της άγγιζε. Κι αυτός βαρετός, κάνοντας με το σώμα του την ίδια κίνηση κάμποσα λεπτά, σιωπηλός, να τρίβεται πάνω της. Παρόλα αυτά, το χέρι της στο μποξεράκι του συνέχισε να πηγαίνει πάνω-κάτω απρόθυμα. Δεν την εξίταρε πια ούτε ο Χρήστος που τους κοιτούσε, ούτε η πιθανότη¬τα του να ασχοληθούν και οι δύο μαζί της. Ξενέρωσε τελείως. Τι συνέχιζε; Έχεις νιώσει ποτέ λύπηση; Να πεις «έλα μωρέ, κρίμα είναι, δεν γαμιέται...». Πήρες την απάντησή σου.
Ευτυχώς που όλο αυτό δεν άργησε να τελειώσει. Ούτε και ο εξάδελφος άργησε. Μέχρι και ο τρόπος που τελείωσε χλιαρός ήταν και αυτός, καμία ένταση, τίποτα. Φαντάσου ένα άτομο των άκρων που βαριέται εύκολα, να βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Το ξεκαρδιστικό θα ήταν να τη ρωτούσε αν της άρεσε κιόλας! Το μόνο που έκανε ήταν να καθαρίσει τα χέρια της με τις χαρτοπετσέτες που υπήρχαν στο τραπέζι. Ρώτησε που βρίσκεται το μπάνιο για να τα πλύνει, και ο Χρήστος της έδειξε. Γύρισε έπειτα στο σαλόνι κι άρχισε να ντύνεται σιωπηλή. Ήπιε μία τελευταία γουλιά απ’ το ποτό της και πήρε την τσάντα της.
«Καλή η παρέα σας, αγόρια... Να φεύγω κι εγώ σιγά-σιγά...». Κανείς δεν απάντησε, αλλά σίγουρα κατάλαβαν. Φαίνεται πως άλλα περίμεναν, ειδικά ο Χρήστος είχε καταπιεί τη γλώσσα του. «Σας είπα ότι δεν φτιάχνομαι εύκολα, εσείς δεν με πιστεύατε...», είπε αστειευόμενη ανοίγοντας την πόρτα, μήπως κι ελαφρύνει το κλίμα, αλλά... δεν.
«Να σε πάω μέχρι κάτω τουλάχιστον, περίμενε, ρε συ...», είπε ο Χρήστος και σηκώθηκε απ’ τη θέση του.
«Δεν πειράζει, τον ξέρω τον δρόμο, είμαι εντάξει. Καλό βράδυ...», και με αυτά τα λόγια έκλεισε ήρεμα την πόρτα πίσω της.
Κατέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας. Βρήκε ταξί, το σταμάτησε και ξεκίνησε για το σπίτι. Ο Χρήστος της έστειλε μήνυμα, ζητώντας συγγνώμη για την αμήχανη κατάσταση και δικαιολογώντας τον ξάδερφό του που δεν είχε εμπειρία από κάτι αντίστοιχο, και ίσως να ντράπηκε που τον κοιτούσε κάποιος παράλληλα.Τα έκανε θάλασσα, το κατάλαβε αφού έφυγες και του την είπα να ξέρεις, γιατί ούτε κι εγώ περίμενα να εξελιχθεί τόσο χάλια. Την επόμενη φορά δεν θα είναι έτσι όμως ;-)
“Ούτε καν εμπειρία με γυναίκες δεν είχε, γενικώς... Άντρες... Τι θα πουν για να σε τουμπάρουν”, σκέφτηκε, και του απάντησε πως δεν πειράζει για ό,τι έγινε. Ακριβώς όμως επειδή είχε την οικειότητα μαζί του, δεν κόμπιασε καθόλου στο να του πει πως δεν θα χρειαστεί να υπάρξει επόμενη φορά.
Ok, κορίτσι, καταλαβαίνω. Όλα καλά. Θα τα πούμε... Καληνύχτα.
Αν τα ξαναείπαν ποτέ; Όχι. Ούτε αυτό χρειαζόταν. Αν ήταν να τολμήσει κάτι τέτοιο θα ήθελε να είναι με κάποιους που θα μπορούσαν να διεγείρουν πρώτα το μυαλό της κι έπειτα το κορμί της. Και πόσο φανταζόταν να καταφέρει να το δοκιμάσει, γιατί μπορεί να ξενέρωσε με τη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά η ιδέα στο κεφάλι της ρίζωσε την ίδια στιγμή που έπινε το ποτό της στο σαλόνι του Χρήστου. Δύο άντρες μαζί... και να σε κοιτάνε... να σε έχουν δεμένη... να σε γλύφουν... Ω, πόσο ήθελε να τολμήσει πράγματα! Nα γείρει πάνω απ’ την τρύπα του λαγού, και σαν μία άλλη Αλίκη να πέσει μέσα, κι όπου τη βγάλει...
BINABASA MO ANG
ΤΡΙΑ ΕΝΑ
ChickLit«Ήξερε ότι η βραδιά δεν θα κλείσει απλά έχοντας πιει ένα ποτό. Η ατμόσφαιρα εκεί σαν να μην σε αφήνει. Σαν να σε τυλίγει ένα πέπλο ερωτικό, αέρινο με το που πατάς το πόδι σου μέσα. Σαν από αυτό το πέπλο να σχηματίζονται δύο χέρια που νοητά σου βγάζο...