Άπλωσε το κραγιόν στα χαμογελαστά χείλη της. Το πάρτι γενεθλίων στο οποίο ήταν καλεσμένη ήταν ο λόγος που στολιζόταν. Η Φένια και η Ρία δεν θα πήγαιναν, ευτυχώς, την περίμεναν κάποια άλλα κορίτσια απ’ την τάξη για να πάνε όλες μαζί. Της έλειπε μόνο μία στρώση μάσκαρα για να τονίσει το βλέμμα της. Έλαμπαν τα μάτια της απ’ την ελπίδα που της είχε δώσει εκείνο το «θα τα λέμε...» του Σπύρου, όταν την άφησε με το αυτοκίνητο στην είσοδο του σπιτιού της. Καφές μπορεί να μην ήταν... αλλά ο Σπύρος οπωσδήποτε κατάλαβε ότι δεν είχε να κάνει με κοριτσάκι. Η Ειρήνη δεν ήθελε να τα αναλύει ξανά και ξανά, κι εκείνη η Φένια, αμάν, κανονική ανάκριση της είχε κάνει για το τι έκαναν και πώς το έκαναν, και τώρα άρχισε πάλι να τη ρωτάει τι θα έκανε μαζί του κι αν θα του ξαναέστελνε κάποιο μήνυμα για να “ξαναζεστάνει” την όλη κατάσταση, βλέπεις είχαν περάσει και δύο μήνες. Δύο μήνες, ναι, γιατί «τα μεγάλα κορίτσια δεν πρήζουν τον γκόμενο, του αφήνουν χώρο», έλεγε στη Φένια. Μα τώρα που πήρε να καλοκαιριάζει, το δίχως άλλο πίστευε πως θα έβρισκε χρόνο απ’ τη σχολή και θα ξαναμιλούσαν. Όλα ήταν στο χέρι του τώρα.
Με τον Φώτη ήταν όσο μπορούσε πιο τυπική, μόνο και μόνο για να μην δυσκολέψει τη φίλη της. Κατάφερε τουλάχιστον να μην κάνει συχνά κοινές εξόδους μαζί τους, γιατί θα ήταν δύσκολο να τον κρατάει σε απόσταση. Θα συνέχιζε να ρίχνει με τρόπο το ένα άκυρο μετά το άλλο και –τι στο καλό!– στο τέλος θα έπαιρνε το μήνυμα, εξάλλου με τις βάρδιες που είχαν τα αγόρια στη δουλειά και με τα φροντιστήρια που είχαν τα κορίτσια αυτούς τους μήνες, χώρια τα διαβάσματα, δεν συναντιόντουσαν και συχνά ούτως ή άλλως. Άντε να την είδε πέντε-έξι φορές, δεν πέρασαν και βέρες, και καθώς δεν την είχε ενοχλήσει και ποτέ με τηλέφωνα στο κινητό, ήταν ήρεμη πως δεν θα χρειαζόταν να του πει κατάμουτρα το αυτονόητο.
Έδεσε τα ψηλά της πέδιλα και κοιτούσε τις τελευταίες λεπτομέρειες στο ολόσωμο μαύρο σαλβάρι της πριν φύγει. Ένα μήνυμα στο κινητό την έκανε πίσω. Χίλιες φορές να μελετούσε κάποιον αριθμό του Τζόκερ. «ΦΩΤΗΣ».Είμαι κάτω απ’ το σπίτι σου. Βγες έξω, θέλω να σου μιλήσω.
Ξεφύσησε δυσανασχετώντας γιατί καμία όρεξη δεν είχε, ούτε να τον δει, ούτε να του μιλήσει. Περίεργο, ουδέποτε της είχε ζητήσει ως τώρα να συναντηθούν. Ούτως ή άλλως δεν είχε ώρα μπροστά της για χασομέρι, οπότε προσπάθησε να τον αποφύγει:
Δεν έχω χρόνο. Τώρα μόλις έφευγα, με περιμένουν σ’ ένα πάρτι. Δεν μπορώ να αργήσω.
DU LIEST GERADE
ΤΡΙΑ ΕΝΑ
ChickLit«Ήξερε ότι η βραδιά δεν θα κλείσει απλά έχοντας πιει ένα ποτό. Η ατμόσφαιρα εκεί σαν να μην σε αφήνει. Σαν να σε τυλίγει ένα πέπλο ερωτικό, αέρινο με το που πατάς το πόδι σου μέσα. Σαν από αυτό το πέπλο να σχηματίζονται δύο χέρια που νοητά σου βγάζο...