ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

3 0 0
                                    

Ειρηνάκι, τι γίνεσαι; Να σου πω, τι έχεις να κάνεις το Σάββατο;

Καλά είμαι. Δεν έχω κάτι να κάνω, γιατί;

Το Σάββατο λέγαμε να μαζευτούμε σπίτι του Μάριου για τη γιορτή μου. Σε ψήνει;

Αμέ... Πώς και στον Μάριο όμως;

Θα λείπουν οι δικοί του, οπότε θα είμαστε πιο άνετα. Κατά τις 21:00 θα σε περιμένω.

“Πώς το ’παθε;”... Στα δύο χρόνια που γνωρίζονταν ποτέ δεν της είχε προτείνει να βρεθούν και ήταν και τσακωμένος με τον Λευτέρη εκείνο το διάστημα. Τον λόγο δεν τον ήξερε, αν όμως ο Λευτέρης μάθαινε ότι θα πήγαινε εκεί το Σάββατο, ίσως και να θύμωνε. “Να είναι κι ο Σπύρος εκεί;”, θα ήταν η τέλεια ευκαιρία να τον “στριμώξει” για το ότι είχε εξαφανιστεί χωρίς να της δώσει ούτε μία εξήγηση.
Σάββατο βράδυ λοιπόν χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του Μάριου. Άνοιξε ο Δημήτρης ως οικοδεσπότης, κι αφού του ευχήθηκε για την ονομαστική του εορτή, προχώρησε προς το σαλόνι, έναν χώρο με ενιαία κουζίνα και πάσο στην πίσω πλευρά. Ο Τάσος και ο Μάριος σηκώθηκαν απ’ τη θέση τους και τη χαιρέτησαν. Ένα άλλο κορίτσι απ’ το σχολείο τη χαιρέτησε κι εκείνη με τη σειρά της. Κάθισε στη μία από τις δύο πολυθρόνες και τα αγόρια βολεύτηκαν όλα μαζί στον ανοιγμένο καναπέ-κρεβάτι .
Προτιμούσε πάντα βότκα σε ψηλό ποτήρι με αρκετή λεμονάδα, μα πέρα από ένα-δυο κλασικά ποτά δεν υπήρχαν πολλές επιλογές. Ούτε και στα ποτήρια είχε επιλογή, μιας και τα αγόρια της έφεραν ό,τι βρήκαν μπροστά τους στα ντουλάπια της κουζίνας, οπότε σέρβιρε το ποτό της μέσα σε κλασική κούπα του καφέ. Δεν βαριέσαι...
Τα γέλια γέμιζαν το σαλόνι πάνω απ’ το τραπεζάκι με διάσπαρτα τα μπουκάλια αλκοόλ. Το κουδούνι ξαναχτύπησε. Πόνταρε στο ότι ήταν ο Σπύρος που θα χτυπούσε το κουδούνι, μα σύντομα απογοητεύτηκε. Όλοι χαιρέτησαν τον προσκεκλημένο, κι άλλο μέλος της παρέας των αγοριών. Η Ειρήνη τον ήξερε, γιατί συνήθως σ’ ένα σχολείο λίγο-πολύ τους έχεις δει όλους, αλλά δεν είχε τύχει να κάνουν παρέα σε κάποια κοινή τους έξοδο.
«Πάνω στην ώρα ήρθες, βάλε ό,τι πίνεις, να βάλουμε την ταινία.»
Και πράγματι, ο Δημήτρης έσβησε τα φώτα κι έβαλε μία ταινία στην τηλεόραση του σαλονιού. «Μη αναστρέψιμος». Την έχεις δει; Αν όχι, μην μπεις στον κόπο. Ένας Θεός ξέρει με τι δύναμη γύρισε η πρωταγωνίστρια την επίμαχη σκηνή, που η αληθοφάνειά της σε κάνει να νιώθεις ότι βιάστηκες εσύ η ίδια. Όσο έπαιζε η σκηνή αυτή, τ’ αγόρια χασκογελούσαν. “Ο νους τους μόνο εκεί, έλεος...”, σκέφτηκε. Κατά τη διάρκεια τ’ αγόρια έβγαιναν στο μπαλκόνι και κάπνιζαν, είτε μόνος του ο καθένας, είτε ανά δυάδες, λες και φύλαγαν σκοπιά, πράγμα που της φάνηκε περίεργο, γιατί και η Ειρήνη και όλοι οι υπόλοιποι, κάπνιζαν κανονικά στο σαλόνι...
Το πρώτο ποτό της τελείωσε και ο Τάσος προσφέρθηκε να της φτιάξει το δεύτερο, πηγαίνοντας πίσω απ’ το πάσο, στην κουζίνα, για να βρει κι άλλον χυμό λεμόνι. Στο μεταξύ ο Δημήτρης ήταν έξω στο μπαλκόνι με το αγόρι που ήρθε τελευταίο. Μέσα απ’ το κλειστό τζάμι δεν κατάφερε ν’ ακούσει καθαρά τι έλεγαν, μα ο Δημήτρης φαινόταν έξω φρενών μαζί του και η ένταση μεταξύ τους ήταν εμφανής. Ο φίλος του είχε απολογητικό ύφος. Η φωνή της τηλεόρασης την δυσκόλευε, σαν να ξεχώρισε σκόρπιες φράσεις μόνο... «Σε παρακαλώ» και «θα βλέπω». Δεν καταλάβαινε τίποτα, έτσι προσπαθούσε να διαβάσει τα χείλη τους. Ο Τάσος της έκοψε την εικόνα μπαίνοντας μπροστά της κι έφερε την κούπα με το δεύτερο ποτό της. Αφού τον ευχαρίστησε, προσπάθησε να συγκεντρωθεί ξανά στις ομιλίες πίσω απ’ το τζάμι του σαλονιού... «Όχι, μαλάκα, φύγε! Φύγε!» ...
Η ώρα πήγε 01:00 και κάτι. Η άλλη κοπέλα σηκώθηκε για να πάει σπίτι της και μετά από λίγο και το έτερο αγόρι της παρέας είπε πως θα αποχωρούσε. Ο Δημήτρης τον συνόδευσε προς την πόρτα. Απ’ τον διάδρομο της πολυκατοικίας πάλι σαν ν’ ακούγονταν συνωμοτικοί ψίθυροι...
«Αγόρια, λέω να κάνω ένα τσιγάρο και σιγά-σιγά να φεύγω κι εγώ», σηκώθηκε.
«Από τώρα;»
«Τι “από τώρα”, ρε; Είναι αργά!»
«Κάτσε, ρε συ, ένα ποτό ακόμα!»
«Αφού σπάσαν και οι υπόλοιποι, μωρέ, άστο, άλλη φορά.»
«Ααα... χαλάς την παρέα... Έλα, μια φορά που βρεθήκαμε όλοι μαζί!»
«Ε, ναι!», συμπλήρωσε ο Μάριος, «δεν κάνει...»
«Ένα τελευταίο, έλα, και μετά φεύγεις», ο Τάσος άρπαξε την κούπα της πηγαίνοντας προς την κουζίνα και δεν δεχόταν κανείς τους αρνητική απάντηση.
«Καλά... άντε, ένα τελευταίο... Τάσο, όχι βαρύ! Ίσα-ίσα για το τσιγάρο!»
«Μην ανησυχείς», την πρόλαβε ο Δημήτρης, «θα σου φτιάξει ο Τάσος ένα τέλειο ποτό, σπέσιαλ, να το δοκιμάσεις, να μας πεις γνώμη.»
Και πράγματι, ο Τάσος επέστρεψε απ’ την κουζίνα με το ποτό που τόσο παίνευαν και οι τρεις τους:
«Στην υγειά σου, θα δεις, θα σου αρέσει.»
Όλοι μαζί τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.
«Καλό;», ρώτησε ο Δημήτρης. Η Ειρήνη ήπιε άλλη μία γουλιά προσπαθώντας να καταλάβει τα συστατικά του:
«Χμμμ... Τι έβαλες;»
«Αααα...», απάντησε ο Τάσος, «δεν αποκαλύπτουμε τα μυστικά του επαγγέλματος!»
«Ωραίο πάντως, μπράβο...», άναψε ένα τσιγάρο ακόμη. Στο σαλόνι επικρατούσε σιγή, αφού ούτε η ταινία έπαιζε πια, ούτε και κάποια μουσική. «Πολλή ησυχία, ρε παιδιά... Να βάλω κάτι απ’ το κινητό μου να ακούγεται; Έτσι κάτι χαλαρωτικό...», σηκώθηκε και πήγε προς το κινητό της, στον απέναντι μπουφέ, που στο μεταξύ είχε βάλει στην πρίζα να φορτίζει.
«Ναι, ναι, ό,τι γουστάρεις!», αποκρίθηκε ο Μάριος.
«Μου έρχεται κάτι σε jazz, σε blues...», και διάλεξε ένα κομμάτι. Πάτησε το play κι έκλεισε τα μάτια. «Ααααχ... αυτό είναι...»
Χάθηκε στη μουσική. Άρχισε να κινείται στον ρυθμό της, αισθανόμενη τις σέξι νότες να χαϊδεύουν το κορμί της. Τα τρία αγόρια καθισμένα στη σειρά με τον εορτάζοντα στο κέντρο, την έκαναν χάζι. Τα επιφωνήματά τους έδειχναν να τους αρέσει αυτό που έβλεπαν. Ένιωσε να αιωρείται, ο εαυτός της είχε βγει πια απ’ το σώμα της κι ένα τέτοιο κομμάτι δεν χορευόταν με ρούχα. Αργά-αργά τα χέρια της σήκωσαν την αμάνικη μπλούζα της, η οποία με μία της κίνηση βρέθηκε απέναντι, στα χέρια του Δημήτρη:
«Έτσι... εδώ, με τ’ αδέρφια μου... Μπράβο, μωρό μου...»
Συνέχισε να χορεύει χωρίς ν’ ακούει ή να καταλαβαίνει τίποτα. Υπήρχε μόνο η μουσική κι εκείνη. Πλησίασε με αργές και αισθησιακές κινήσεις το κρεβάτι, απευθείας στο κέντρο, και φίλησε τον Δημήτρη σχεδόν πέφτοντας πάνω του. Τα χέρια των υπολοί¬πων άρχισαν να της βγάζουν ό,τι είχε απομεί¬νει πάνω της... Μπότες, παντελόνι, σουτιέν... εσώρουχο είχε βάλει πριν φύγει απ’ το σπίτι; Δεν θυμόταν καν να της το βγάζουν, δεν υπήρχε τίποτε άλλο τριγύρω, μόνο χέρια, και κόσμος γύρω της, δεξιά, αριστερά, από πάνω της, πίσω της... Όλα έμοιαζαν να σβήνουν σαν ανάμνηση ενός ονείρου το πρωί... Σαν κάποιος αυτόματος πιλότος να είχε αναλάβει τα ηνία...
Πολλά λεπτά πέρασαν. Ποιός ξέρει πόσα; Ένιωσε σαν να ξύπνησε απότομα, σαν ν’ αποκοιμήθηκε στα μισά μίας ταινίας και να πετάχτηκε ανήσυχη. Καθόταν στη γωνία του κρεβατιού. Κοίταζε αγχωμένη τριγύρω μήπως καταλάβει πού βρισκόταν. Η ζαλάδα στο κεφάλι δεν την άφηνε να σκεφτεί καθαρά. Το δωμάτιο γύριζε και τα πάντα έμοιαζαν θολά, σαν κάποιος με πολλή μυωπία να μην φορούσε τα γυαλιά του. Έφερε τα χέρια μπροστά από τα μάτια της και τα κοίταξε. Έτρεμαν σε ανησυχητικό βαθμό, τόσο που απ’ τον φόβο άρχισαν να αυξάνονται οι παλμοί της κατακόρυφα και η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που θαρρείς θα της έσκιζε το στέρνο! Αμέσως κοίταξε και το σώμα της και έντρομη συνειδητοποίησε ότι δεν φορούσε τίποτα! Προσπάθησε με τα χέρια να καλύψει ό,τι μπορούσε... Φοβήθηκε. Φοβήθηκε πολύ...
«Δημήτρη!!», αναφώνησε σαν από αναλαμπή, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Δημήτρη, τρέμω, τρέμω ολόκληρη! Γιατί δεν φοράω τίποτα; Πού είμαι;!»
Εκείνος την πλησίασε ατάραχος, γονάτισε στο πάτωμα και προσπαθούσε να την καθησυχάσει για να σταματήσει τις φωνές:
«Σσσσ! Μια χαρά είσαι, δεν έχεις τίποτα, θα σε ντύσω εγώ και θα σε πάμε σπίτι. Μην φωνάζεις στις σκάλες όμως γιατί θα ξυπνήσουν όλοι, ναι;», είπε κι άρχισε όπως-όπως να της βάζει τα ρούχα της.
Έπειτα δύο απ’ τα αγόρια τη σήκωσαν για να την πάνε στην πόρτα και το τρίτο προπορεύτηκε. Το σώμα της ήταν βαρύ, όπως και το κεφάλι της, δεν μπορούσε να τα ορίσει.
«Τα πόδια μου... δεν με κρατάνε, δεν μπορώ να σταθώ όρθια!! Δεν βλέπω καθαρά..! Δημήτρη..;!». Πλέον δεν μπορούσε να συγκρατήσει το κλάμα και τον τρόμο της.
«Σσσσ!», ένα χέρι της έκλεισε αμέσως το στόμα.
Τα γόνατά της θαρρούσε πως ήταν κομμένα και η όρασή της παρέμενε προβληματική, σαν να της ζητούσε το σώμα της να ξαπλώσει επειγόντως. Κατεβαίνοντας υποβασταζόμενη τις σκάλες, προσπαθούσε να πνίξει τον πανικό και να ελέγξει την αναπνοή της. Την έβαλαν στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκι¬νήτου, ενώ δεξιά κι αριστερά της κάθισαν τα δύο αγόρια που την κατέβασαν κάτω. Άκουγε μόνο τους δυνατούς παλμούς, τη γρήγορη αναπνοή της και κάπου στο βάθος τις έντονες συνομιλίες των τριών αγοριών, σαν βαβούρα. Το σπίτι της ήταν κοντά. Το αυτοκίνητο σταμάτησε και τα δύο αγόρια την έβγαλαν προσεκτικά έξω απ’ το αυτοκίνητο. Της είπαν να μπει προσεκτικά στο σπίτι κι έφυγαν βιαστικά.
Απόλυτη σιωπή... Τώρα έπρεπε μόνη της να κουμαντάρει τον εαυτό της. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει, τα πόδια της μετά βίας την κρατούσαν... Παραπατώντας έφτασε στην πόρτα και με τα πολλά κατάφερε να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά. Όλοι κοιμούνταν. Το μεγάλο ρολόι στο σαλόνι έλεγε 03:10. Έφτασε στο δωμάτιό της, έβγαλε το μπουφάν της και πέταξε την τσάντα στο πάτωμα. Σωριάστηκε στο κρεβάτι της και τα πάντα έσβησαν.

ΤΡΙΑ ΕΝΑDonde viven las historias. Descúbrelo ahora