ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

5 0 0
                                    

Κλείνω όσο πιο αθόρυβα μπορώ τη βαριά ξύλινη πόρτα και συνεχίζω προσεκτικά την πορεία μου στον σκοτεινό διάδρομο. Δίπλα της βλέπω μια άλλη, απλή και λευκή, σαν αυτή που είχα στο δωμάτιό μου κάποτε! Κάτι με τραβάει να δω τι κρύβεται από πίσω... Κατεβάζω το πόμολο και τη σπρώχνω για να μπω μέσα.
Τι φωτεινά που είναι! Το μεγάλο παράθυρο αφήνει τον ήλιο να μπει μέσα και μπορώ να δω πολύ καθαρά. Μία καφέ μοκέτα είναι στρωμένη στο πάτωμα και παρόλο που οι τοίχοι είναι από τσιμέντο και τα έπιπλα απουσιάζουν, ο χώρος μοιάζει πολύ με το παλιό μου δωμάτιο! Εδώ έχει πράγματα! Να, εκεί ένα κουτί με παιχνίδια! Μα και στο πάτωμα, χαρτιά, χρώματα, μολύβια, τουβλάκια, όλα χαρούμενα και πανέμορφα...
Μία κούκλα στην άλλη γωνία τραβάει την προσοχή μου. Είναι από αυτές τις ξανθές κούκλες που όλα τα κορίτσια είχαν κατά δεκάδες, κι όμως, εγώ είχα μόνο μία, και ήταν αυτή! Είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και γι’ αυτό την ξεχώρισα ανάμεσα απ’ τις άλλες, οι αγκώνες, τα γόνατα και οι καρποί της μπορούσαν να λυγίσουν τουλάχιστον 90 μοίρες. Καμία άλλη δεν μπορούσε να το κάνει αυτό.
Την πλησιάζω και γονατίζω στο πάτωμα. Την παίρνω στα χέρια μου. Με παραξενεύει που δεν έχει κανένα ρούχο πάνω της. Είναι ολόγυμνη και τα μακριά μαλλιά της είναι ανακατεμένα, μπλεγμένα, σαν να μην έχει ασχοληθεί κανείς μαζί της εδώ και καιρό. Ένα παρατημένο παιχνίδι...

--- ♣️ ---

Κλείνω την πόρτα και μπαίνω στο σπίτι. Μόλις γύρισα απ’ τον ψυχολόγο. Προσπαθεί κι αυτός ο δόλιος να μου βάλει το μυαλό σε μια τάξη. Ποιος, εγώ, έχω ανάγκη από κάποιον να μου βάλει κάτι σε τάξη... Αν μπορούσα θα γέλαγα, μα ούτε να γελάσω μπορώ ούτε να κλάψω, έχω απαγορεύσει εδώ και πάρα πολύ καιρό στον εαυτό μου να κλαίει, πρέπει να στο έχω ήδη αναφέρει. Το λέω συχνά για να το ακούω κι εγώ, ότι «οι άντρες δεν κλαίνε». Επιμένω πολύ σ’ αυτή τη θέση μου και σ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό για μένα, κι ας λέει ο ψυχολόγος μου ότι άμα θέλω, «σπάω αρχίδια». Ήταν πολύ έντονη η σημερινή συνεδρία, αλλά... νιώθω κάπως πιο ανάλαφρη. Σαν να έχω φάει ξύλο, αλλά πιο ανάλαφρη. Μιας και είπα «ανάλαφρη», ας κόψω μια τοματοσαλάτα. Δεν θέλω να φάω βαριά, υπάρχει λόγος. Θα βγω απόψε...
21:15. Είναι ακόμα νωρίς, πολύ νωρίς και πρέπει να βρω τρόπο να σκοτώσω την ώρα μου μέχρι να φύγω. Θα μπορούσα να ετοιμαστώ με την ησυχία μου γι’ αρχή. Κάνω ένα ντουζ, χωρίς να παραλείπω τα απαραίτητα μποτέ , ξέρεις, όλα τα φρου-φρου, αποτρίχωση, κρέμες, φρύδια, τα πάντα. Διαλέγω απ’ τη ντουλάπα μου ένα κοντομάνικο εφαρμοστό μπλε φουστάνι με γιακά που μου φτάνει ακριβώς πάνω απ’ το γόνατο. Ξέρω πως όταν περπατάω ανεβαίνει προκλητικά, μα τώρα δεν με νοιάζει καθόλου. Καλύτερες είναι οι άλλες που τα βάζουν; Το εσώρουχο όμως πρέπει να είναι αόρατο. Δεν είμαι από αυτές που μπορούν να κυκλοφορούν χωρίς –ώρες-ώρες τις ζηλεύω– οπότε διαλέγω ένα string που να μην διαγράφεται από το μακό ύφασμα. Ολοκληρώνω το ντύσιμο με λευκά sneakers. Δεν θέλω κάτι επίσημο.
Θα αναρωτιέσαι «για πού με το καλό»... Παραλιακά είναι το σχέδιο να πάω, αλλά δεν θέλω να πάρω αυτοκίνητο. Λέω να περπατήσω, ευκαιρία να ξεκουνηθώ και λίγο, έχει γλυκιά βραδιά, θα είναι μία όμορφη βόλτα με τα πόδια ως εκεί. Πρέπει να περάσει και η ώρα, εγώ δεν έχω υπομονή να περιμένω ώσπου να πάει παρά είκοσι, να οδηγήσω και «γεια σας, ήρθα». Προτιμώ να ξεκινήσω με το πάσο μου, ας φτάσω νωρίτερα κι ας περιμένω.
Περνάω από ένα περίπτερο για να πάρω ένα παγωμένο τσάι. Η απόσταση ως τον προορισμό μου δεν είναι μεγάλη, δεν είναι όμως και μικρή, οπότε σίγουρα θα το χρειαστώ. Το σκοτάδι στον δρόμο με φοβίζει κάπως, δεν θα πω ψέματα, γιατί είναι ερημικά και περπατάω μόνη, όμως η διαδρομή μέσα απ’ τις περιποιημένες γειτονιές είναι όμορφη, τα στενάκια είναι ήσυχα και τα ακουστικά που φοράω τραγουδάνε στ’ αυτιά μου ρομαντικές μουσικές και νοσταλγικές μελωδίες που με πάνε πίσω, στα εφηβικά μου χρόνια. Περνάω τη μεγάλη λεωφόρο και συνεχίζω να κατηφορίζω, κατεβάζοντας κάθε τρεις και λίγο το φουστάνι μου. Κακή επιλογή ενδυμασίας για περπάτημα, όχι όμως για το look που ήθελα να πετύχω. Η νύχτα μυρίζει φρεσκοκομμένο χορτάρι τώρα που περνάω έξω απ’ το μεγάλο πάρκο του δήμου. Περιμετρικά του πάρκου είναι ο κόκκινος ποδηλατόδρομος στον οποίο βρίσκομαι και τα μεγάλα λευκά φώτα που χτυπάνε στο πρόσωπό μου μού δίνουν την εντύπωση ότι παίζω σε κάποιο φανταστικό video clip των κομματιών που ακούω. Ο αέρας που σηκώνεται απ’ τα αυτοκίνητα που με προσπερνούν με ταχύτητα, ανακατεύει τα φρεσκολουσμένα μου μαλλιά, μα δεν ανησυχώ, έχω βούρτσα μαζί μου. Η τσάντα μου είναι «Παντοπωλείο: Η Αφθονία», ό,τι και να θέλεις θα το βρεις εκεί μέσα. Είναι το survival pack μου. Χρειάζεται και η βούρτσα, και η κρέμα, και τα μωρομάντηλα, και τα τσιρότα, και τα ταμπόν, κι ο σουγιάς και τα κατσαβίδια. Μην κοροϊδεύεις.
Προσπερνάω ένα ξενοδοχείο. Κοντοστέκομαι. Κοιτάζω το ρολόι μου. Η ώρα πλησιάζει, αλλά δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να πάω μία τουαλέτα, να βουρτσίσω λίγο τα μαλλιά μου... Έχω χρόνο. Μπαίνω μέσα και ρωτάω τον υπάλληλο της υποδοχής πού βρίσκεται το μπάνιο. Καθ’ υπόδειξή του κατευθύνομαι προς το βάθος και κατεβαίνω λίγα σκαλοπάτια. Χρειαζόταν, γιατί έχοντας πιει μισό λίτρο τσάι στη διαδρομή, είχα αρχίσει να νιώθω άβολα. Βγάζω απ’ την τσάντα μου τη μικρή φούξια βούρτσα μαλλιών για να διορθώσω τη ζημιά που έκανε ο αέρας. Βάζω και λίγο lip balm στα χείλη μου, μα... τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν θα μείνει εκεί για πολλή ώρα. Το βγάζω με λίγο χαρτί. Ανανεώνω απλώς το λουλουδένιο άρωμά μου, το οποίο ψεκάζω στον λαιμό, στο ντεκολτέ, στους καρπούς μου. Βάζω τα πράγματά μου στην τσάντα και ακουμπάω τα χέρια μου στον μαρμάρινο πάγκο του νιπτήρα. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Νιώθω σαγηνευτική. Νιώθω ανυπόμονη. Νιώθω ντροπή. Νιώθω κάτι πάνω από μένα.
Βγαίνω απ’ το ξενοδοχείο και συνεχίζω τον δρόμο μου. Κοντεύω. Στη στροφή του δρόμου βλέπω το τέρμα των αστικών λεωφορείων. Μετά από εκεί ξέρω πως θα βγω στην παραλιακή λεωφόρο. Εκεί έχει πάντα πολλή κίνηση και καθώς είναι Παρασκευή βράδυ όλοι βγαίνουν έξω. Κάποιοι από αυτούς θα ψάχνουν σε πολλά σημεία της λεωφόρου μία αγοραία συντροφιά για να διασκεδάσουν απόψε. Σαν να ήμουν μία από αυτές, στέκομαι για κάποια λεπτά στην άκρη και κοιτώ τον ορίζοντα, περιμένοντας το προηγούμενο φανάρι να “πιάσει” τους οδηγούς, ώστε ν’ αδειάσει ο δρόμος και να μπορέσω να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κατεβάζω ξανά το φουστάνι μου και περνάω τα δάχτυλα μέσα απ’ τα μαλλιά μου. Μια κοπέλα με αποκαλυπτικά λεοπάρ ρούχα, βαρύ μακιγιάζ και ψηλά τακούνια, λίγα μέτρα μόνο μακριά μου, με κοιτάει καχύποπτα. Την έχω εντοπίσει εδώ και ώρα με την άκρη του ματιού μου, μα κάνω πως δεν την προσέχω. Δεν θέλω να την κάνω να αισθανθεί άβολα καρφώνοντας το βλέμμα μου πάνω της, φτάνει που το κάνουν όσοι οδηγοί-υποψήφιοι πελάτες την προσπερνούν. Μην ανησυχείς κορίτσι μου, δεν είμαι εδώ για να σου πάρω το πόστο.
Καταφέρνω να περάσω τον δρόμο και φτάνω στην είσοδο του ξενοδοχείου ημιδιαμονής. Οι οδηγίες που έχω είναι να φτάσω ακριβώς στις 00:00, να δώσω τον αριθμό του δωματίου και να περιμένω να ειδοποιήσουν, ώστε ν’ ανέβω. Κι αυτό κάνω... Σουλατσάρω στο χολ ώσπου παίρνω το «ok» απ’ τη ρεσεψιόν. Πηγαίνω προς το ασανσέρ και περιμένω. Μπαίνω στον θάλαμο και κοιτάζομαι για μια τελευταία φορά στον καθρέφτη. Στρώνω λίγο καλύτερα τη φράντζα μου και το φουστάνι μου. Θεωρητικά θα έπρεπε να είμαι «στην τρίχα» σε περιπτώσεις όπως αυτή. Δεν έφτιαξα τα μαλλιά μου. Δεν βάφτηκα καθόλου. Δεν το είχα ανάγκη. Εδώ νιώθω πως θέλω να είμαι όσο πιο απλή γίνεται. Θα συναντήσω έναν ξεχωριστό “κάποιον” απόψε...

ΤΡΙΑ ΕΝΑWhere stories live. Discover now