Κοιτάχτηκε στον μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού. Κρατούσε κολάρα μπροστά απ’ τον λαιμό της, μία το ένα και μία το άλλο, για να δει ποιο ήταν καλύτερο. Την προβλημάτιζαν τα ψηλά φούξια πέδιλα και το κόκκινο κραγιόν που δεν ταίριαζαν με το ροζ δερμάτινο κολάρο. Κρίμα, γιατί το κουδουνάκι και ο φιόγκος του την έκαναν να φαίνεται τόσο γλυκιά και χαριτωμένη... Το άφησε πάνω στο πάσο της κουζίνας κι έπιασε ένα μαύρο με ασημί μεταλλική καρδιά στο μπροστινό μέρος του. Αυτό μάλιστα... Ήταν και αρκετά γερό για να αντέχει τυχόν τραβήγματα. Το έβαλε στο μικρό μπλε τσαντάκι της και κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού βγαίνοντας.
Ο συνοδός της την περίμενε ήδη απ’ έξω. Τη χαιρέτησε μ’ ένα φιλί στα χείλη κι έβαλε μπροστά τη μηχανή.
«Είσαι κούκλα... Θα κάψεις πολλές καρδιές απόψε... Θα τους τρελάνεις...»
«Ευχαριστώ...»
«Πώς νιώθεις; Όλα εντάξει;»
«Νομίζω ναι, ίσως επειδή δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα τι πάω να κάνω. Αλλά νομίζω πως θα ’μαι εντάξει.»
«Αν για οποιονδήποτε λόγο νιώσεις άβολα θα μου σφίξεις το χέρι έντονα και θα φύγουμε. Μην ανησυχείς για τίποτα.»
Η Κλαίρη χύθηκε στο κάθισμα αφήνοντας τα γόνατά της να ανοίξουν. Πήρε μία βαθιά ανάσα.
«Πρέπει να χαλαρώσω...»
«Θα χαλαρώσεις. Αν και πιστεύω πως είσαι ήδη καυλωμένη...», απάντησε βάζοντάς της χέρι κάτω απ’ τη στενή φούστα. «Είσαι ήδη υγρή... Θα σου αρέσει. Και θ’ αρέσεις πολύ, θα το δεις.»
Πάρκαραν έξω απ’ το club. Της ζήτησε το κολάρο και το φόρεσε με προσεκτικές κινήσεις γύρω απ’ τον λαιμό της:
«Στο μεσαίο κούμπωμα στο βάζω, δεν θέλω να σε σφίγγει. Θέλω να νιώθεις άνετη και κυρίως ασφαλής.»
Βγήκαν απ’ το αυτοκίνητο, την έπιασε απ’ το χέρι και περπάτησαν ως την πόρτα. Από τα τεράστια αυτοκόλλητα στις τζαμαρίες καταλάβαινε κανείς ότι έχει κι άλλα πράγματα να κάνει εκτός απ’ το να πιει ένα ποτό, είτε με το ζευγάρι του... είτε και παρέα με άλλα ζευγάρια. Της έδεσε ένα λουράκι με αλυσίδα στο κολάρο και χτύπησε το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε και βρέθηκαν σ’ ένα σκοτεινό χολ, όπου στεκόταν όρθιος ο πορτιέρης.
Πέρασαν στην μεγάλη αίθουσα. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός με κυρίαρχο χρώμα το μωβ και η δυνατή μουσική σε προσκαλούσε να λικνιστείς στους ρυθμούς της. Στο βάθος διέκρινε μία υπερυψωμένη σκηνή με στύλο του pole κι ένα μικρό δωματιάκι για τον DJ και τις κονσόλες του. Η barwoman έφτιαχνε ποτά μέσα σ’ ένα τετράγωνο μπαρ στο κέντρο. Τον υπόλοιπο χώρο γέμιζαν ψηλά stand με σκαμπό και στην πίσω πλευρά του τοίχου, με θέα προς τη σκηνή, υπήρχαν μικροί καναπέδες με ημιδιάφανες κόκκινες κουρτίνες ανάμεσά τους διαμόρφωναν τον χώρο σε μικρά δωμάτια δίνοντας την ψευδαίσθηση της ιδιωτικότητας. Τα ζευγάρια κάθε ηλικίας που ήταν καθισμένα στα stand και στο μπαρ, άρχισαν να κοιτάζουν το καινούριο ζευγάρι που μόλις προστέθηκε στις επιλογές τους. Εκείνος γεροδεμένος με λευκό μπλουζάκι και τζιν, “σκάναρε” με αυτοπεποίθηση τον κόσμο και τον χώρο. Εκείνη δεμένη με το λουρί της, με το κεφάλι χαμηλά, τον ακολουθούσε ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω της. Διάλεξε ένα stand και της έδειξε το σκαμπό που ήθελε να καθίσει.
YOU ARE READING
ΤΡΙΑ ΕΝΑ
ChickLit«Ήξερε ότι η βραδιά δεν θα κλείσει απλά έχοντας πιει ένα ποτό. Η ατμόσφαιρα εκεί σαν να μην σε αφήνει. Σαν να σε τυλίγει ένα πέπλο ερωτικό, αέρινο με το που πατάς το πόδι σου μέσα. Σαν από αυτό το πέπλο να σχηματίζονται δύο χέρια που νοητά σου βγάζο...