Κεφάλαιο 36

37 4 0
                                    

Η Angela συμμάζευε την κρεβατοκόμαρα. Ο Clemens πλησιάζει προς το δωμάτιο και την βλέπει από τον διάδρομο. Μπαίνει μέσα και λέει:

"Ακόμα εδώ είστε" ακούστηκε η γκρίνια 

Εκείνη σήκωσε το βλέμμα. 

"Είσαι λίγο ανυπόμονος ή είναι η ιδέα μου;" είπε για να τον πειράξει. 

"Πολύ και με ενοχλεί που είστε ακόμα εδώ... σε λίγες ώρες θα έρθει η..." φαινόταν ασυγκράτητος. 

"Να μην μαζέψω λίγο την κρεβατοκάμαρα; Άλλαξα και σεντόνια... μπορεί να σας εμπνέει το δωμάτιο μας..." είπε εκείνη ήρεμα. 

"Όχι...όχι... παραείναι cringe αυτό που ξεστόμισες!" το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση αποστροφής. 

"Εμένα, οι γονείς μου, δεν με άφηναν να φέρω αγόρια στο σπίτι. Ακόμα και όταν ήμουν ενήλικη... Ξέρεις πόσο καταπιεστικό ήταν; Όπως και να έχει... αν το έχεις στο μυαλό σου να συνεχίσετε τη βραδιά στην κρεβατοκάμαρα... δεν θα σε μαλώσω. Ούτε και ο πατέρας σου θα έχει θέμα φυσικά..." είπε εκείνη με έναν χαλαρό τόνο. 

"Τον μικρό τον πήγατε στην θεία ή θα τον πάρετε μαζί;" ρώτησε 

"Τον πήγε ο Thomas στην θεία. Πριν λίγο φύγανε μαζί." του απαντά. 

"Θα μείνετε μόνοι σας..." είπε και την κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο. 

"Αχ, γλυκέ μου... και εδώ αμά θέλαμε να μείνουμε μόνοι μας... μπορούμε. Για σένα το κάνουμε αυτό. Δεν θέλω να σκέφτεσαι πως είστε εμπόδιο στη σχέση μου με τον πατέρα σας. Δεν θα σας έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο. Αν και... ήταν κάτι που άκουγα συχνά από τους γονείς μου, όταν ήμουν μικρή. Και με φόβιζε πολύ να κάνω παιδί... φοβόμουν πως δεν θα ζούσα την ζωή μου...Οι γονείς μου θυμάμαι... όταν πλησίαζα τα 30, μου είχαν πει πως γερνάω, πως δεν θα κάνω ποτέ παιδί και κανόνικά θα έρεπε να είχα κάνει, δεν ήταν σωστό να είμαι άκληρη." 

Ο Clemens κάθισε στο κρεβάτι και της έκανε νόημα να κάτσει δίπλα του. 

"Με ήθελες έτσι;" την ρώτησε. 

"Ναι... φυσικά γλυκέ μου..." είπε εκείνη και χάιδεψε τρυφερά την πλάτη του. 

"Κάθε φορά, στα γενέθλιά μου... φεύγεις. Γυρνάς το βράδυ πριν την τούρτα. Πάντα βάζεις υποχρεώσεις για να γυρνάς αργά σπίτι, εκείνη την μέρα." της είπε σχεδόν αποστομώνοντάς την. Εκείνη τον κοίταξε μέσα στα μάτια, που ήταν ίδια με τα δικά της. 

"Εσένα σε ήθελα. Δεν ήξερα, αν ήθελα οικογένεια με τον πατέρα σου. Ένιωθα ανασφαλής. Όμως, όσο μεγάλωνες... όλα άρχισαν να σβήνουν. Για καιρό είχα κρύψει από τον πατέρα σου την εγκυμοσύνη. Το έμαθε μόνος του, την μέρα που θα μου έκανε πρόταση γάμου. Είχε θυμώσει που δεν του το είπα. Όταν του εξήγησα, κατάλαβε πως... δεν είχα αντιληφθεί πως αυτό που είχαμε ήταν σοβαρό. Ξέρεις... πριν τον πατέρα σου... είχα μια μεγάλη σχέση, και μετά μια ας το πούμε καθαρά σεξουαλική σχέση. Η μεγάλη μου σχέση είχε κρατήσει 7 χρόνια... Δεν με παντρεύτηκε εκείνος και δεν σκόπευε να κάνουμε οικογένεια. Ούτε εγώ ήθελα με εκείνον... δεν ήταν ο κατάλληλος. Και ξαφνικά... σε λιγότερο από έναν χρόνο μένω έγκυος και λίγο μετά παντρεύομαι με τόση ευκολία... τόσο απλά... " φαινόταν σκεπτική. 

"Δεν το περίμενες;" την ρώτησε και την κοίταξε στα μάτια. 

"Όχι...και δεν περίμενα ότι ακόμα θα ήμουν μαζί του." δήλωσε. 

"Εγώ πιστεύω, πως... εσείς οι δυο φτιαχτήκατε ο ένας για τον άλλον..." 

_______

Μετά από καιρό, οι δυο ψυχές τους είναι απομονωμένες, από κάθε υποχρέωση, κάθε αρνητική σκέψη. Είναι ένα γλυκό πρωινό, γεμάτο φως. H Angela κατευθύνεται προς την κουζίνα. Το μπεζ μακρύ μεταξωτό κιμονό σέρνετε κάτω στο μαρμάρινο πάτωμα καθώς περπατά ξυπόλητη. Ο αέρας μπαίνει από τα παράθυρα με μια χαλαρή ώθηση και τα μαλλιά της ανεμίζουν διακριτικά μαζί με το ελαφρύ ύφασμα. Θέλει να πιει καφέ και να απολαύσει την θέα από το δωμάτιο της. Ο καφές ήταν πάντα η αγαπημένη της τελετουργία. Δεν μπορούσε να ξεκινήσει την μέρα της χωρίς αυτό. Πλησιάζει τον μαρμάρινο ακατέργαστο πάγκο. 

Ξεκουμπώνει την mocha και βάζει νερό. Ανοίγει το βάζο με τον καφέ και η μυρωδιά εισβάλει μέσα της, με την καφεινή να ξυπνά τις σκέψεις της. Βάζει τον καφέ στη mocha και αφήνει τον καφέ να σιγοβράσει. Σηκώνεται στις μύτες και φθάνει δυο φλιτζάνια ζωγραφισμένα με σιτσιλιάνικα μοτίβα. Σερβίρει τον καφέ, αλλά αναζητά την ζάχαρη. Βρίσκεται σε ένα ράφι αρκετά ψηλά και δεν μπορεί να το κατεβάσει χωρίς να ανέβει κάπου. 

 Πίσω της ο Thomas, χαμογελά γλυκά, καθώς η ανάμνηση της γνωριμίας τους εμφανίζεται ξανά στο μυαλό του. Στέκεται στην είσοδο της κουζίνας με το σώμα του να ακουμπά στον τοίχο. Φορά ένα ριχτό λινό πουκάμισο που είναι ανοιχτό και μια βερμούδα. Έχει διπλώσει τα χέρια του κοντά στο στήθος του. Τόση ώρα την παρατηρούσε απλώς να κάνει κάτι που αγαπά τόσο δυνατά. Να χαμογελά, να είναι γαλήνια. 

Όσα νιώθει τώρα είναι εντελώς διαφορετικά πια. Το αντικείμενο του πόθου του, δεν ήταν πια το ίδιο. Δεν ήταν πια ένας καταναγκασμός, αλλά πολλά περισσότερα. Του είχε γίνει πολύτιμη και φρόντισε να μην την χάσει από τη ζωή του. Δυο παιδιά ήταν το αποτέλεσμα αυτής της τυχαίας συνάντησης στην κουζίνα που οδήγησε σε έναν γάμο. 

Πλησιάζει κοντά της. Κολλάει το σώμα του στο δικό της. Απομακρύνει τα μαλλιά της από τον λαιμό της. Την φιλά απαλά. 

-Άσε με να σε βοηθήσω... της λέει τρυφερά και της κατεβάζει το βάζο με την ζάχαρη. 

Εκείνη χαμογελά τρυφερά. 

Κάθονται στην βεράντα και ατενίζουν την θάλασσα, πίνοντας καφέ. 

-Είσαι όσα ήθελα να αγαπώ... της είπε γλυκά και χάιδεψε το χέρι της. 




ΑιθέρWhere stories live. Discover now