Κεφάλαιο 4⚘

5 0 0
                                    

  Η ώρα περνά σαν ποτάμι που στερεύει αργά από νερό. Το χιόνι εξαφανίζεται, τα γέλια γίνονται κλάματα, ο χειμώνας χάνεται και εγώ συνεχίζω να πέφτω στο κενό ψάχνοντας απεγνωσμένα για κάποιο έρεισμα, μια χαραμάδα ελπίδας... Ξυπνώντας στο δωμάτιο του ξενοδοχείου δεν νιώθω τον φόβο που ένιωθα τις προηγούμενες φορές όταν έβλεπα αυτόν τον εφιάλτη. Αυτή την φορά ξυπνάω με ένα αίσθημα πρόκλησης και ανανεωμένου θάρρους. Θα βρω την λύση και θα απελευθερωθώ από τους εφιάλτες μου!
  Κατεβαίνουμε όλοι μαζί για πρωινό και ξεκινάμε για την τελευταία μας εξόρμηση στην Ντιαμάντε. Έχει ψύχρα σήμερα, παρά την ηλιόλουστη μέρα, και έτσι φοράμε χοντρά
ρούχα, κασκόλ και γάντια. Όλοι συζητάμε χαρούμενοι καθώς κάνουμε τον περίπατό μας στο χωριό. Μην έχοντας καταλάβει πώς συνέβη έχω μείνει μόνη πιο πίσω από την παρέα,
με τον Σον δίπλα μου.
"Έχω κάτι για σένα." ,λέει ο Σον.
"Αλήθεια; Δεν χρειαζόταν." ,του απαντώ με έκπληξη. Βγάζει από την τσάντα του ένα πακέτο τυλιγμένο με χαρτί περιτυλίγματος σε χρώμα τιρκουάζ. Μού το δίνει και μένω άναυδη. Υπάρχει πιθανότητα να ξέρει το αγαπημένο μου χρώμα; Κοιτάζω την Καρολίνα που έχει προχωρήσει με την παρέα. Αυτή γυρνά και μου κλείνει το μάτι. Αχ Καρολίνα.
"Δεν ξέρω αν σου αρέσει αλλά σκέφτηκα ότι θα σε βολέψει περισσότερο στο διάβασμα.
Άντε άνοιξέ το." ,λέει με ανυπομονησία. Σκίζω το χαρτί με προσοχή και ανοίγω το κουτί
που περιέβαλλε. Βάζω με επιφύλαξη το χέρι μου μέσα και βγάζω ένα αντικείμενο που λαχταρούσα πάντα να αγοράσω. Έγραφε πάνω: Φωτισμός Βιβλίου Νυχτερινής Ανάγνωσης Led.
"Whaaaatt? Σε ευχαριστώ πολύυυ." Από την χαρά μου σε δευτερόλεπτα βρίσκομαι στην αγκαλιά του. Όπα Έλλη ηρέμησε, με συμβουλεύει η εσωτερική μου φωνή. Ναι σωστά.
Βρίσκω την αυτοκυριαρχία μου και απομακρύνομαι ελαφρά από την αγκαλιά του. Μού φάνηκε ή έχει κοκκινίσει; Μπα η ιδέα μου θα είναι. Ξανακοιτάζω το δώρο μου με μάτια
που λαμπυρίζουν.
"Δεν μπορώ να το πιστέψω. Πώς ήξερες ότι το χρειαζόμουν;" ,του λέω με ενθουσιασμό.
"Έμ το φαντάστηκα. Χαίρομαι που σου αρέσει." ,λέει ο Σον ακουμπώντας αμήχανα τον σβέρκο του. "Θέλω να σου δώσω και κάτι ακόμα." ,λέει βγάζοντας ένα pocket book από
την τσάντα του. "Είναι το βιβλίο μου. Θα ήθελα πολύ να ακούσω την γνώμη σου, όπως σου είχα πει και στο πάρτι." ,λέει ο Σον με πολύ άγχος. Νιώθω αυτό το άγχος του να με διαπερνά. Δεν είχα καταλάβει ότι τον ένοιαζε τόσο πολύ η άποψή μου.
"Εννοείται πως θα το διαβάσω." ,του απαντώ με απερίγραπτη χαρά.
"Ε παιδιά, θα σας περιμένουμε για πολύ ακόμα;" ,μας φωνάζει ο Θάνος.
"Ερχόμαστε!" ,του φωνάζω πίσω. Βάζω τα δώρα του Σον στον σάκο μου και ταχύνουμε το βήμα μας για να προλάβουμε την παρέα. Μόλις τους φτάνουμε όμως κρατάμε μια μικρή απόσταση από αυτούς. Ο Σον αρχίζει να περπατά αμήχανα με τα χέρια στις τσέπες και εγώ με μια απερίγραπτη ζεστασιά μέσα μου. Βγάζω το κασκόλ και τα γάντια μου. Τελικά δεν είναι και τόσο κρύος ο καιρός σήμερα. Ανά στιγμές τα βλέμματά μας συναντιόνται και πλησιάζουμε ο ένας πιο κοντά στον άλλο. Τότε είναι που μου δίνει το χέρι του και γω με χαρά του δίνω το δικό μου. Περπατάμε μαζί πιασμένοι χέρι χέρι, με την μουσική από τις ταβέρνες και τα μαγαζιά που προσπερνάμε να καλύπτουν τους
ήχους των καρδιών μας.

Universo: Η αναζήτηση του χειμώναDonde viven las historias. Descúbrelo ahora