Έριξα τη μάλλινη ζακέτα στους ώμους μου ακριβώς την ώρα που ο τέταρτος πελάτης άνοιγε διάπλατα την πόρτα, αφήνοντας την φθινοπωρινή ψύχρα να τρυπώσει στη ζεστή ατμόσφαιρα του μαγαζιού.
Αγενές, σκέφτηκα καθώς έβλεπα πως δεν είχε καμία διάθεση να κλείσει την πόρτα και αντ' αυτού την κρατούσε με το πόδι του όσο τίναζε ατάραχος τη μουσκεμένη ομπρέλα του στο κατώφλι. Παρά τον χαμηλό φωτισμό, διέκρινα μερικές σταγόνες που ξέφυγαν κι έπεσαν στο ξύλινο πάτωμα.
Ρούφηξα μια γουλιά απ' τον pumpkin spice λάττε μου και προσποιήθηκα ότι ήμουν απορροφημένη από το βιβλίο μου ενώ παρακολουθούσα τον άντρα με τη γκρι ομπρέλα να κλείνει την πόρτα και να κατευθύνεται προς ένα τραπέζι στην άλλη άκρη του καφέ. Ο Βάλενταϊν βρισκόταν εκείνη την ώρα πίσω από τον πάγκο. Αναζήτησε με το βλέμμα του την Μάρσια και, αφού δεν την εντόπισε, άφησε μεμιάς το μηχάνημα που καθάριζε κι έσπευσε να εξυπηρετήσει τον νεοφερμένο.
Τους άκουσα να ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες που δεν συγκράτησα. Μάλλον τα τυπικά. "Θα θέλατε κατάλογο;"- "Όχι, θα ήθελα έναν εσπρέσο σκέτο". Όχι ότι υπήρχε περίπτωση να θυμόμουν την παραγγελία του άντρα - προς Θεού! Αλλά έμοιαζε για άνθρωπος που πίνει εσπρέσο σκέτο.
Ο Βάλενταϊν, πάλι, μοιάζει με άτομο που πίνει λάττε - καπουτσίνο στην χειρότερη. Μέτριο, ίσως και γλυκό. Ανασήκωσα διακριτικά το κεφάλι μου και τον κοίταξα καθώς επέστρεφε από το τραπέζι του αγενούς κυρίου κι άφηνε το μπλοκάκι του στον πάγκο προτού ξαναδιαβάσει αυτό που είχε γράψει, με τα μεγάλα του μάτια να σκανάρουν ξανά και ξανά το χαρτί.
Ναι, σίγουρα λάττε. Πόση ζάχαρη δεν παίρνω όρκο...
Γύρισα σελίδα κι άφησα το βλέμμα μου να πλανιέται άσκοπα πάνω στα γράμματα.
Τον Βάλενταϊν τον θυμόμουν από την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου στο Cinnamon Café. Πρέπει να ήταν κάνα-δυο χρόνια μικρότερός μου. Δεκαεννιά ή δεκαοχτώ περίπου; Με τζίντζερ φράντζες, τεράστια μάτια που σε κοίταζαν με περιέργεια κι ένα μόνιμο φιλικό χαμόγελο που δεν το είχα δει να σβήνει από τα χείλια του ούτε αργά τη νύχτα, όταν ετοιμαζόταν να τελειώσει τη βάρδιά του κι όλοι ήμασταν κατσουφιασμένοι από την κούραση της ημέρας.
Είχε τύχει να ανταλλάξουμε μερικές κουβέντες, κυρίως όταν έμενα στο μαγαζί μέχρι να κλείσει και δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες.
Θυμήθηκα κάποιο βράδυ που είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου διαβάζοντας και όταν κοίταξα επιτέλους το ρολόι μου, ήταν περασμένες δώδεκα. Δύο ώρες μετά την ώρα που έκλεινε το καφέ. Ωστόσο, ο Βάλενταϊν είχε παραμείνει αμίλητος πίσω από τον πάγκο, χαζεύοντας τους τίτλους των βιβλίων στα απέναντι ράφια. «Είδα ότι είχαν μείνει λίγες σελίδες στο μυθιστόρημα που διάβαζες και δεν ήθελα να σε διακόψω», μου είχε απαντήσει όταν τον ρώτησα γιατί δεν με ειδοποίησε να φύγω. Και, σαν να μην είχε μόλις αναγκαστεί να δουλέψει δύο ώρες παραπάνω, «Πώς ήταν το τέλος;»
YOU ARE READING
Pumpkin Spice
Mystery / ThrillerHoney & Cinnamon Café, το κρυφό στέκι των βιβλιοφάγων τις κρύες φθινοπωρινές νύχτες με βροχή. Η Λόρελ είναι συχνός θαμώνας κι όμως, αυτό το βράδυ κάτι μοιάζει... εκτός. Ένας μυστηριώδης άντρας κι ένα αλλόκοτο κόσμημα θα επιβεβαιώσουν τις υποψίες της...