Περπατώντας

91 12 2
                                    

Περπατούσα στον άδειο δρόμο σαν χαμένη. Ήταν ξημερώματα και είχε ήδη αρχίσει να χαράζει. Η πόλη ήταν πολύ όμορφη τα χαράματα. Δεν περπατούσε κανένας στους δρόμους τέτοια ώρα. Μπορούσες να δεις την πόλη με άλλο μάτι. Ένιωθες ότι σου ανήκει. Το αχνό φως προμήνυε ότι σε λίγη ώρα ο ήλιος θα εμφανιζόταν δειλά στον ουρανό.
Περνούσαν μερικά αυτοκίνητα, αλλά όχι αρκετά ώστε να χαλάσουν την ανάλαφρη, ευτυχώς, ατμόσφαιρα.

Κοίταξα το κινητό μου. Η ώρα ήταν τεσσεράμιση. Αδιαμφισβήτητα, αυτή θα ήταν μια νύχτα που δε θα ξεχνούσα ποτέ. Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, η ζωή μου είχε αλλάξει ολοκληρωτικά.
Πλέον, δεν ήξερα τι να κάνω.

Περπατούσα σε δρόμους και στενά, προσπαθώντας να βρω μία λύση, αλλά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε λύση.

Το τι έπρεπε να κάνω ήταν και παρέμενε ένα αναπάντητο ερώτημα. Ίσως έπρεπε απλά να περιμένω να δω πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση. Αλλά δεν ήθελα. Τα πράγματα ήταν τόσο άσχημα που ήταν αναμενόμενο να επιδεινωθούν. Αυτή ήταν η σίγουρη εξέλιξη της κατάστασης. Και η κατάσταση ήταν απλή. Πλέον, ήμουν άνεργη, άφραγκη και μόνη.

Βρήκα ένα παγκάκι και κάθισα. Άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα ένα τσιγάρο από το πακέτο μου. Είχαν μείνει μόνο τρία. Ακόμα και τα τσιγάρα τελείωναν. Και δεν είχα λεφτά να αγοράσω άλλα. Τέλεια! Φαντάζομαι πόσο θα χαιρόταν η μάνα μου γι' αυτό. Συνέχεια μουρμούριζε ''Γιατί, ρε κοριτσάκι μου, βάζεις αυτή την αηδία στο στόμα σου; Αυτό θα σε σκοτώσει, αυτός ο διάολος! Δεν σου το έλεγα εγώ; Κακό στην υγεία σου κάνεις, Στον εαυτό σου. Αυτοεκτίμηση δεν έχεις; Σου το έλεγα από πάντα εγώ αλλά εσύ δεν με άκουγες!'' Είχα βαρεθεί το ίδιο λογύδριο.... Όμως πέρασε το δικό της. Τώρα που δεν είχα μία δεν μπορούσα να πάρω ούτε τσιγάρα, ούτε τίποτα. Μήπως να αρχίσω να κάνω τράκα; Αν το έλεγα αυτό στην μάνα μου θα είχε μείνει άναυδη. Μετά θα ερχόταν το κήρυγμα. Και μπορεί να ήμουν είκοσι ετών αλλά από το κήρυγμα της μάνας μου δεν είχα απαλλαγεί και ούτε θα απαλλασσόμουν σύντομα. Μάλλον, ποτέ δε θα απαλλασσόμουν από αυτό και έπρεπε να το πάρω απόφαση.

Θυμήθηκα τα χθεσινοβραδινά γεγονότα. Ήταν άθλια. Απολύτως άθλια. Συγχυζόμουν μόνο που τα σκεφτόμουν. Και μετά αναρωτιόμουν πώς μπορούσα και ήμουν τόσο ηλίθια. Έπρεπε να κάνω ένα σωρό πράγματα αλλά το μόνο που σκεφτόμουν ήταν όλα όσα έγιναν. Και δεν μπορούσα να μην βρίζω τον εαυτό μου που δεν απέτρεψα αυτήν την έκβαση νωρίτερα. Αφού ήξερα ότι αυτό θα γινόταν. Το ήξερα. Αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω. Ακόμα και η μάνα μου, που δεν ήξερε όλα τα δεδομένα, με είχε προειδοποιήσει. Ούτε αυτήν άκουσα, ούτε την συνείδηση μου. Γιατί, παρ' όλο που η ζωή μου είχε διδάξει χιλιάδες φορές ότι ο κόσμος δεν είναι καλός, ότι όλα γίνονται με βάση το συμφέρον και ότι το φιλότιμο απλά δεν υπάρχει, εγώ επέλεξα να αγνοήσω τα όσα γνώριζα από πρώτο χέρι και να δώσω απλόχερα ευκαιρίες. Οπότε, ήταν σαφές ότι εγώ έφταιγα που τώρα ήμουν σε αυτή τη κατάσταση.

Απόψε Κάτι ΑλλάζειDonde viven las historias. Descúbrelo ahora