Όταν μίλησα στο τηλέφωνο με την μητέρα μου, δεν της είπα πως είχα κανονίσει ραντεβού για εκείνο το βράδυ. Δεν ήθελα να πρέπει να απαντάω σε ερωτήσεις τύπου "Σ' αρέσει;" και τα σχετικά, γιατί ακόμα δεν ήμουν ούτε εγώ σε φάση να ξέρω σίγουρα.
Έκανα ένα μακρόσυρτο ντους, προσπαθώντας να χαλαρώσω τα νεύρα μου που με έπιαναν ειδικά μόλις σκεφτόμουν σε τί είχα συμφωνήσει.
Μα καλά, πώς είχα πει ναι σε κάτι τέτοιο; Έπρεπε να είχα βρει μια δικαιολογία, ειδικά αφού το προηγούμενο βράδυ είχα κάνει έναν πολύ ανήσυχο ύπνο.
Και για όλα έφταιγε ένα όνειρο.
Ονειρευόμουν χιόνι. Βρισκόμουν στη μέση ενός πολύ χιονισμένου τοπίου, φορώντας απλά ένα μακρύ φόρεμα σε μαύρο χρώμα. Θυμάμαι το χρώμα, γιατί ήταν το μόνο που ξεχώριζε μέσα στην ασπρίλα. Παρόλο το κρύο, δεν ένιωθα τίποτα. Ήμουν επίσης ήρεμη. Καθόμουν στη μέση αυτού του λευκού τόπου, σέρνοντας τα δάχτυλά μου πάνω στο χιόνι, σχηματίζοντας ένα όνομα, το οποίο δεν θυμόμουν όταν ξύπνησα. Ένιωθα ασφαλής με κάποιον τρελό, ονειρικό τρόπο.
Ένιωθα επίσης σαν να περίμενα κάποιον.
Έπειτα από λίγο, σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς τα μπροστά, περπατώντας άνετα μέσα στο χιόνι, χωρίς να παγώνουν τα πόδια μου. Έφτασα σε μια μικρή ξύλινη γέφυρα πάνω από μία λίμνη, της οποίας το νερό ήταν πεντακάθαρο και έρεε ακόμα, παρά το κρύο που θα έπρεπε να το έχει παγώσει. Αλλά είπαμε, ήταν όνειρο. Στάθηκα στην άκρη της γέφυρας ακουμπώντας τα χέρια στην κουπαστή και κοίταξα κάτω, στην επιφάνεια του νερού. Τότε είδα ένα μαύρο μακρύ φτερό, σαν αυτό που είχα βρει στο παράθυρό μου να σκάει στην επιφάνεια της λίμνης ταράζοντας τα νερά και έπειτα εκεί καθρεφτίστηκαν δύο φτερά, τεράστια, παρόμοια με πουλιού, κατάμαυρα, ακριβώς πίσω μου.
Σε εκείνο το σημείο ξύπνησα.
Τριγυρνούσα όλη μέρα το όνειρο στο μυαλό μου χωρίς να έχω καταλήξει σε μια πιθανή ερμηνεία, πάρα από το ότι ακόμα ήθελα να μάθω σε τί πουλί ανήκε το φτερό που είχα τώρα πίσω από το κομοδίνο μου. Όσο για το χιόνι, εντάξει, βρήκε προφανώς διέξοδο το παιδί που έκρυβα μέσα μου.
Μόλις βγήκα από το μπάνιο χώθηκα σε ένα μπουρνούζι και ξάπλωσα, μιας και είχα ακόμα ώρα για το ραντεβού. Άνοιξα νοητικά την ντουλάπα μου και αποφάσισα να φορέσω ένα μαύρο κολάν με τις αρβύλες μου και από πάνω ένα μακρύ πουλόβερ, λίγο πιο πάνω από τα γόνατα, σε χρώμα γκρι. Ήταν κάτι απλό, αλλά όχι τόσο απλό όσο ένα τζιν.
Και τότε σκέφτηκα, για ποιόν λόγο έμπαινα στον κόπο να βρω κάτι "μη απλό" για το ραντεβού μου με τον Ντέιν. Τί ήθελα να πετύχω; Ο τύπος ήταν η προσωποποίηση της αλαζονίας, για να μην αναφέρω το χαριτωμένο του όνομα, που αμφιβάλλω ότι σημαίνει "κίνδυνος". Πιθανότατα έχει εκκεντρικούς γονείς.
Γιατί έβγαινα μαζί του; Για το αυτοκίνητο; Θα μπορούσα να πάρω να το ακυρώσω, αλλά η αλήθεια είναι πως με έπιανε ένα ανησυχητικό σφίξιμο στο στομάχι όταν σκεφτόμουν την προοπτική της ακύρωσης. Έπειτα από λίγη ώρα στέγνωσα τα μαλλιά, χαρούμενη που οι μπούκλες μου έπεφταν ανάλαφρα μέχρι τη μέση μου και βάφτηκα. Προσπάθησα να το κρατήσω όσο το δυνατόν σε πιο φυσικό αποτέλεσμα, αμέσως μετά ντύθηκα, τσεκάροντας ταυτόχρονα την ώρα.
Ο Ντέιν μου χτύπησε το κουδούνι όσο κατέβαινα τις σκάλες. Άνοιξα την πόρτα, ενώ έπιανα την ίδια στιγμή το μπουφάν μου από την κρεμάστρα.
Ο Ντέιν φορούσε ένα μαύρο μπλουζάκι τσιτωμένο στα μπράτσα και το στήθος, μαύρο τζιν και - ω τί έκπληξη! - μαύρες μπότες. Το δερμάτινό του, ασφαλώς και δεν έλειπε να συμπληρώσει το στυλ.
"Είσαι πολύ όμορφη" σχολίασε χαμογελαστός.
Κοκκίνισα. "Σε ευχαριστώ".
"Πάμε" είπε και με περίμενε μέχρι να κλειδώσω. Μόλις έφτασα στο αμάξι του, μου άνοιξε την πόρτα και έπειτα μπήκε στην θέση του.
"Πού πάμε;" ρώτησα.
Ο Ντέιν μου έκλεισε το μάτι και χαμογέλασε. "Θα δεις".
Το "θα δεις" αποδείχτηκε πως είναι ένα μαγαζάκι φωλιασμένο στην ακτή, με μια μικρή ξύλινη πίστα που προσφέρεται για χορό. Οι τοίχοι ήταν ξύλινοι με λάμπες πετρελαίου καρφωμένοι στους τοίχους να δίνουν έναν γλυκό φωτισμό στο χώρο και ένα σωρό τραπεζάκια. Σερβιτόροι και σερβιτόρες τριγυρνούσαν ανάμεσα στα τραπέζια με τους δίσκους να ισορροπούν πάνω στους ώμους του, θυμίζοντάς μου την πρώτη φορά που είχα δουλέψει σαν σερβιτόρα για να βγάλω χαρτζιλίκι. Η πρώτη μου απόπειρα έληξε άδοξα, με μένα να μην μπορώ να κρατήσω έναν δίσκο σαν άνθρωπος.
Ο Ντέιν με οδήγησε σε ένα από τα απομονωμένα τραπεζάκια στο βάθος του μαγαζιού, πίσω σχεδόν από την πίστα, όπου ήδη μερικά ζευγαράκια λικνίζονταν στους απαλούς ρυθμούς της μουσικής που γέμιζε το χώρο.
"Σ' αρέσει;" ρώτησε ο Ντέιν παίρνοντας το μπουφάν μου και κρεμώντας το στην πλάτη της καρέκλας μου. Έπειτα την τράβηξε και περίμενε μέχρι να καθίσω.
"Είναι πολύ όμορφα" απάντησα. Το βλέμμα μου συνάντησε εκείνο του Ντέιν όταν μια σερβιτόρα, που κουνούσε τους γοφούς της κάπως ξετσίπωτα μας πλησίασε και κράτησε ένα μπλοκάκι στα χέρια της.
"Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;" ρώτησε ναζιάρικα, αφήνοντας δύο ποτήρια νερό στο τραπέζι μας. Περίμενα να δω από στιγμή σε στιγμή το βλέμμα του Ντέιν να σέρνεται στο κορμί της, όπως πολλών άλλων τα βλέμματα καθώς περπατούσε, αλλά προς ικανοποίησή μου εκείνος της έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα και έπειτα με κοίταξε.
"Δύο ποτήρια κόκκινο κρασί και δύο μακαρονάδες;" ρώτησε ανασηκώνοντας το φρύδι, περιμένοντας την έγκρισή μου.
Πώς ήξερε ότι σκεφτόμουν αυτό ακριβώς; Η σερβιτόρα σημείωσε βιαστικά στο μπλοκάκι της και μας κοίταξε - βασικά κοίταξε τον Ντέιν - υπομονετικά.
"Κάτι άλλο;" ρώτησε το ίδιο ναζιάρικα έπειτα από λίγο.
"Όχι, ευχαριστούμε" σχολίασε ο Ντέιν χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το δικό μου. Η σερβιτόρα έφυγε κουνιστή και λυγιστή και χάθηκε πίσω από μία δίφυλλη πόρτα, σπρώχνοντάς την για να ανοίξει λίγο πιο επιθετικά από όσο χρειαζόταν.
"Πώς ήξερες τί θα παραγγείλω, Ντέιν;" ρώτησα, νιώθοντας ξαφνικά λίγο ανασφαλής που είχα έρθει κάπως πρόχειρα ντυμένη.
"Τί εννοείς;" ρώτησε εκείνος, πίνοντας μια γουλιά από το νερό του.
"Έκανες και την δική μου παραγγελία, σαν να ήξερες ακριβώς τι θέλω".
"Τυχερή μαντεψιά" έκανε φαινομενικά αδιάφορα. Τα μάτια του, ωστόσο, που κάτω από το φως του μαγαζιού έμοιαζαν σχεδόν μαύρα, ήταν σαν να με προκαλούσαν να τον διαψεύσω.
"Λοιπόν, από που ήρθες;" ρώτησα έπειτα από λίγο. Τα μάτια του Ντέιν με κάρφωσαν σχεδόν απροκάλυπτα πριν απαντήσει. Άφησε το ποτήρι στο τραπέζι, μουσκεύοντας το ύφασμα στα χημεία που είχε στάξει το δροσερό νερό και με κοίταξε.
"Λονδίνο" είπε.
Δεν είχα πάει ποτέ στο Λονδίνο, ωστόσο μια εικόνα του Big Ben γέμισε ξαφνικά το οπτικό μου πεδίο, μια εικόνα που έμοιαζε να εμφανίζεται στα μάτια μου σαν μέσα από μια φωτογραφική μηχανή. Κούνησα το κεφάλι αριστερά και δεξιά προσπαθώντας να διώξω τις φαντασιώσεις μου και τον κοίταξα. "Πάντα ήθελα να πάω στο Λονδίνο" σχολίασα.
Το μειδίαμα στα χείλη του Ντέιν ήταν ανεξιχνίαστο, αλλά απολύτως αληθινό. "Ποτέ δεν ξέρεις" σχολίασε ανασηκώνοντας τα φρύδια. "Ίσως και να σου δοθεί η ευκαιρία στο μέλλον".
"Σωστά, γιατί όχι;" έκανα αμέσως μετά, όταν η πόρτα άνοιξε και η ίδια σερβιτόρα ήρθε προς το μέρος μας κουβαλώντας έναν δίσκο φορτωμένο με δύο πιάτα και δύο ποτήρια κρασί. Είμαι άνθρωπος της μπύρας, αλλά δεν έχω ιδιαίτερο θέμα με το κρασί και σε σχέση με την μακαρονάδα που μου άφησε η προκλητική σερβιτόρα, το κρασί έμοιαζε καλύτερη επιλογή. Άφησε το φαγητό μπροστά στον Ντέιν και περίμενε.
"Ευχαριστούμε" έκανε ο συνοδός μου τελεσίδικα κοιτώντας την περίεργα. Η σερβιτόρα τίναξε την ποδιά της και χάθηκε κάπου στα μπροστινά τραπέζια.
Δεν μπόρεσα παρά να χαμογελάσω. "Ξέρεις, νομίζω ότι της άρεσες" είπα.
"Εμένα δεν μου άρεσε" σχολίασε εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους και πήρε το κρασί του. "Στο Λονδίνο;" πρότεινε.
"Στο Λονδίνο" επανέλαβα έπειτα από λίγο.
Φάγαμε σε μια καθησυχαστική σιωπή, με εκείνον να με καρφώνει με το βλέμμα, μερικές φορές σε σημείο που με έκανε να νιώθω άβολα. Ήπιαμε και το κρασί, μέχρι που ο Ντέιν σηκώθηκε όρθιος και ήρθε στη μεριά μου, απλώνοντάς μου το χέρι. Το τραγούδι ήταν τώρα το Angel του Robbie Williams, ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια εδώ και αρκετό καιρό. Μερικά ζευγάρια στην πίστα χόρευαν το ένα κοντά στο άλλο.
"Μου χαρίζετε αυτόν τον χορό, δεσποινίς;" ρώτησε ευγενικά.
"Δεν νομίζω πως εγώ και ο χορός μπορούμε να συνυπάρξουμε" σχολίασα.
"Ω, έλα τώρα, θα ακολουθείς τα βήματά μου" είπε και με έπιασε από το χέρι σηκώνοντάς με όρθια. Χάρηκα όταν είδα πως και άλλοι ήταν ντυμένοι στο ίδιο στυλ με μένα, αλλά ένιωσα άβολα όταν ο Ντέιν με τράβηξε κοντά του, με τα χέρια του χαμηλά στη μέση μου.
"Αυτό είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια" σχολίασα χαμηλόφωνα.
Το κεφάλι του Ντέιν ήρθε πιο κοντά στο δικό μου και τα χείλη του άγγιξαν σχεδόν το αυτί μου, καθώς μιλούσε. "Τί σύμπτωση. Και μένα".
Τα χέρια του έπιασαν τα δικά μου, με έσπρωξε μακριά σε μια γλυκιά χορευτική φιγούρα και έπειτα με τράβηξε ξανά κοντά του, περνώντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του. Έμοιαζα να ξέρω πολύ καλά πώς να ανταποκριθώ στις δικές του κινήσεις, κι ας είχα χορέψει μόνο στη φαντασία μου ως εκείνη τη στιγμή. Δεν ήμουν ο χορευτικός τύπος.
"Είδες;" έκανε χαμηλόφωνα. "Χορεύεις".
"Έχω καλό δάσκαλο" σχολίασα χαμογελώντας και ο Ντέιν άφησε ένα γελάκι. Για λίγο είχα αφήσει στην άκρη τις τρελές μου σκέψεις σχετικά με το άτομό του. Το πιθανότερο ήταν πως εκείνος ο τύπος που είχα δει έξω από το σπίτι και στην καφετέρια να ήταν απλώς κάποιος τυχαίος ξανθός. Πιθανότατα και ο Ντέιν να μην ήταν τόσο αλαζόνας και ψώνιο όσο είχα νομίσει αρχικά. Ό, τι και να ίσχυε, το θέμα ήταν πως ο Ντέιν ήταν τρομερός χορευτής, με μια ανησυχητική ικανότητα να με ταράζει ακόμα και με την φωνή του. Τα μάτια του έπεσαν βαριά στα δικά μου, το ένα του χέρι έμεινε στη μέση μου και το άλλο έπιασε το δεξί δικό μου, κρατώντας το στο ύψος του ώμου μου. Το βλέμμα του καρφώθηκε στον δεξί καρπό μου, από όπου κρεμόταν μια λεπτή ασημένια αλυσίδα. Περασμένο στην αλυσίδα ήταν ένα ασημένιο φτερό αγγέλου, το οποίο το είχα αγοράσει πέρσι από ένα μαγαζί στο οποίο είχα πάει με την Ιβέτ. Μου άρεσαν τα κοσμήματα, ήμουν άνθρωπος που φορούσε λίγα και πάντα κάτι που θα ήταν πολύ ασφαλές για να μην το χάσω, αλλά θυμάμαι πως όταν είχα δει το συγκεκριμένο στην βιτρίνα, ένιωσα μια τρελή επιθυμία να το αποκτήσω. Έσυρα την Ιβέτ στο μαγαζί και απέκτησα το βραχιόλι. Ο Ντέιν το κοίταξε και το κράτησε ανάμεσα στα δάχτυλά του. "Πού το βρήκες αυτό;" ρώτησε.
"Σε ένα μαγαζί" απάντησα. "Το αγόρασα πέρσι με μια φίλη μου". Στο βλέμμα του άστραψε για μία μόνο στιγμή η έκπληξη και έπειτα δεν μπορούσα να δω τίποτα.
"Σου αρέσουν τέτοια κοσμήματα;" ρώτησε. Δεν ήξερα τί εννοούσε με το "τέτοια" πάντως γενικά μου άρεσαν τα κοσμήματα, οπότε έγνεψα θετικά. "Ενδιαφέρον" σχολίασε χαμηλόφωνα.
"Γιατί;" ρώτησα.
"Τίποτα" απάντησε και έσυρε και το άλλο του το χέρι στη μέση μου. Το κεφάλι του ήρθε και πάλι κοντά στο δικό μου κάνοντάς με να χάσω για λίγο τον ρυθμό που ανέπνεα και έπειτα προσαρμόστηκα. Με έκανε μια στροφή, φέρνοντάς με με την πλάτη γυρισμένη σε εκείνον και τα χέρια του να με αγκαλιάζουν από τη μέση. Στο μυαλό μου, εντελώς ξαφνικά με είδα με ένα μαύρο φόρεμα, σε ένα άλλο μαγαζί, να χορεύω, αλλά η φαντασίωση κράτησε μόνο μισό δευτερόλεπτο. Πάντως πρέπει να έδειξα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, γιατί ο Ντέιν με κράτησε σφιχτά και ψέλλισε στο αυτί μου "Είσαι καλά;"
"Ναι" έκανα κοφτά. "Απλώς ζαλίστηκα" είπα σε μια έξαρση εξυπνάδας.
"Έλα να καθίσουμε" είπε και ευγενικά, σχεδόν στοργικά πέρασε το χέρι του από τη μέση μου και με οδήγησε στο τραπέζι μας. Μου έφερε στα χέρια το ποτήρι με το νερό και γονάτισε μπροστά μου. "Νιώθεις καλά; Θέλεις να φύγουμε;"
"Όχι, είμαι μια χαρά, αλήθεια" είπα.
"Σίγουρα;" επέμεινε εκείνος, ακουμπώντας το χέρι του στο γόνατό μου με μια ανυπόφορα τρυφερή κίνηση.
"Σίγουρα. Ήδη νιώθω καλύτερα".
Ο Ντέιν ξεκίνησε να χαμογελάσει, αλλά δεν πρόλαβε, καθώς η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο και ένας τεραστίων διαστάσεων τύπος όρμησε μέσα.
"Ντέιντζερ!" φώναξε. Ο Ντέιν γύρισε αλλά αμέσως μετά, ο τεράστιος άντρας είχε πλησιάσει και του άστραψε ένα χαστούκι. Ο Ντέιν στηρίχθηκε στα γόνατά μου για να σηκωθεί, καθώς εγώ άφησα μια τρομαγμένη κραυγή. Ο Ντέιν σήκωσε κι εμένα όρθια, και έχωσε ένα κλειδί στο χέρι μου.
"Πήγαινε στο αμάξι μου και οδήγα μέχρι να σε βρω" είπε και γύρισε. Τον άρπαξα από το μπράτσο.
"Δεν σε αφήνω εδώ πέρα!" φώναξα έντρομη, καθώς έριξα μια ματιά στον νταή. Κάποιοι στο μαγαζί κοιτούσαν, κανείς δεν σηκώθηκε να βοηθήσει ή να σταματήσει τον καυγά.
"Μην είσαι πεισματάρα" είπε και πέρασε το δάχτυλό του πάνω από τα χείλη μου. Μια χειρονομία που δεν θα επέτρεπα υπό άλλες συνθήκες, αλλά στην προκειμένη είχα στο νου μου πως να μην τον κάνει κιμά, οπότε δεν με απασχόλησε.
Με έσπρωξε προς την έξοδο και για λίγα βήματα έκανα όπως μου είχε πει, μέχρι που άκουσα ήχους πάλης και αποφάσισα πως δεν ήμουν τόσο γαϊδούρα ώστε να αφήσω έναν μαντράχαλο να ξυλοφορτώνει έναν τύπο με τα μισά του κιλά. Η πίστα είχε πλέον γίνει ρινγκ, με τα ζευγάρια να αποχωρούν έντρομα και κανέναν να μην κάνει κάτι. Ο μεγαλόσωμος άντρας είχε πιάσει τον Ντέιν από τον γιακά και τον πέταξε σε έναν τοίχο, αλλά παρά το αίμα στο κάτω χείλος του συνοδού μου, έμοιαζε σχεδόν να απολαμβάνει τον καυγά με μια πρωτόγονη χαρά.
Δεν το σκέφτηκα. Άρπαξα ένα μπουκάλι κρασί από το δίπλα τραπέζι και το κοπάνησα με όλη μου τη δύναμη στο κεφάλι του θηρίου.
Το μπουκάλι έσπασε με έναν αηδιαστικό ήχο και ο άντρας σωριάστηκε κάτω. Ο Ντέιν με κοίταξε σχεδόν ικανοποιημένος, σκουπίζοντας το χείλος του που συνέχισε να τρέχει. "Δεν ήξερα ότι μπορούσες να παλέψεις, μικρή" σχολίασε. Άρπαξε τα πράγματά μας από το τραπέζι, άφησε ένα χαρτονόμισμα και με τράβηξε έξω από το μαγαζί και πίσω στο αμάξι. Με άφησε να οδηγήσω μέχρι να απομακρυνθούμε από το μαγαζί και μου είπε να σταματήσω λίγο αργότερα, σε έναν σχετικά έρημο και σκοτεινό δρόμο.
"Είσαι καλά;" τον ρώτησα.
"Καλά είμαι" σχολίασε τσεκάροντας το χείλος του στον καθρέφτη. Έβγαλα ένα χαρτομάντιλο από την τσάντα μου και τον τράβηξα κοντά μου.
Δεν μίλησα. Σκούπισα τα χείλη και το σαγόνι του από τα αίματα. "Πολύ καλύτερα" σχολίασα. "Ποιός ήταν αυτός;"
"Πριν από αυτό, μια άλλη ερώτηση. Γιατί δεν έφυγες όπως σου είπα;" ρώτησε.
"Ο τύπος σε έσπαγε στο ξύλο" ξέσπασα. "Δεν μπορούσα να σε αφήσω εκεί μέσα!"
Ο Ντέιν χαμογέλασε. "Ξέρεις να παλεύεις, μικρή".
"Εσύ πάλι..." σχολίασα και χαμογέλασα με το πικραμένο του ύφος. "Έλα, αστειεύομαι. Ο τύπος ήταν τα διπλάσια, για να μην πω τα τριπλάσια κιλά σου. Εκπλήσσομαι που τη γλίτωσες μόνο με ένα σκισμένο χείλος".
"Το οποίο νομίζω πως δεν αιμορραγεί πλέον" σχολίασε χαμογελαστός. Μέσα στο σκοτάδι, το μόνο πράγμα που έβλεπα καθαρά ήταν τα μάτια του. Το χέρι μου κινήθηκε αυτόματα και χωρίς δική μου βούληση προς το στόμα του, ψηλαφίζοντας το σκίσιμο στο δέρμα του, χωρίς να μπορώ να εντοπίσω κάτι.
Ήταν σκοτεινά, είχα ένα ποτήρι κρασί να κυλάει στις φλέβες μου, αυτό σε συνδυασμό πως ήμουν αμάθητη σχεδόν με το πολύ αλκοόλ, δεν αντιστάθηκα όταν ο Ντέιν πέρασε το χέρι του πίσω από τον λαιμό μου και με τράβηξε προς το μέρος του.
Κράτησε για μερικές στιγμές το πρόσωπό του κοντά στο δικό του ανασαίνοντας βαριά, κοιτάζοντάς με κατάματα, χωρίς όμως να λέει ή να τολμάει κάτι άλλο. Μία μόνο στιγμή πλησίασε κι άλλο, η ανάσα του έπεσε απαλά στα χείλη μου και έπειτα έκλεισε τα μάτια και απομακρύνθηκε, με μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο.
Δεν ήξερα τι έκανα, δεν σκεφτόμουν. Ήμουν απόλυτα παραδομένη στο άγγιγμά του και την επαφή του κορμιού μου με το δικό του, ώστε ένιωσα σχεδόν σαν να μου κόπηκε ο αέρας όταν απομακρύνθηκε. Φαντάσου πώς θα ένιωθες αν τελικά σε φιλούσε, σκέφτηκα.
Ξεροκατάπιε. Το χέρι του που βρισκόταν στο μάγουλό μου χάιδεψε τρυφερά το δέρμα μου και έπειτα έπεσε στα γόνατά του. "Συγνώμη" είπε. "Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό, όχι ακόμα". Η φωνή του ήταν χαμηλή, σπασμένη και έμοιαζε να απευθύνεται περισσότερο στον εαυτό του παρά σε μένα. Πριν προλάβω να απαντήσω, είχε σηκωθεί όρθιος και είχε έρθει στην πόρτα μου. Κατέβηκα, πήγα στη θέση του συνοδηγού και φόρεσα τη ζώνη, προσπαθώντας να ελέγξω τους χτύπους της καρδιάς μου.
Η διαδρομή έγινε σε απόλυτη σιωπή. Τα χέρια του Ντέιν κινούνταν προσεκτικά και μετρημένα από το τιμόνι στις ταχύτητες και πάλι πίσω, χωρίς να παρεκκλίνουν στιγμή από την πορεία τους. Μόλις φτάσαμε σπίτι μου ήρθε στην μεριά μου και με βοήθησε να κατέβω από το θηρίο που είχε για αμάξι.
"Καληνύχτα" είπα διστακτικά, απρόθυμα να τον αφήσω να φύγει, αλλά πλήρως συνειδητοποιημένη για το ότι είχε μάλλον μετανιώσει για την στιγμή αδυναμίας προ ολίγου.
Με έπιασε από τον καρπό και με τράβηξε κοντά του. "Λιζ" έκανε χαμηλόφωνα. "Με συγχωρείς αν σε πίεσα" σχολίασε, καθώς σιγουρεύτηκε ότι είχε την αμέριστη προσοχή μου. "Απλώς, να, μερικές φορές ξεχνάω ότι εσύ-". Το βλέμμα του σκοτείνιασε και αμέσως σταμάτησε να μιλάει.
"Ναι;"
"Ξέχνα το" έκανε χαμογελώντας αμήχανα.
"Δεν θα μου πεις, ε;" ρώτησα, έχοντας το ανησυχητικό συναίσθημα πως κάτι μου έκρυβε.
"Όχι" παραδέχτηκε. Το χέρι του ταξίδεψε στον καρπό μου, πιάνοντας το ασημένιο φτερό που κρεμόταν από εκεί. "Καληνύχτα".
Με τράβηξε κοντά του, τα χείλη του άφησαν ένα παρατεταμένο φιλί στο μέτωπό μου και έπειτα χωρίς πολλά - πολλά χώθηκε στο αμάξι του και έφυγε μέσα στη νύχτα.
YOU ARE READING
Wings
RandomΤα προβλήματα της Λιζ ξεκινούν από τότε που έχει την εντύπωση πως κάποιος την παρακολουθεί. Σαν να μην έφτανε αυτό, μία νέα γνωριμία έρχεται για να ταράξει την ήρεμη ζωή της. Ποιός είναι ο μυστηριώδης νέος; Γιατί αποκτά ξαφνικά θάρρος μαζί της; Έ...