Μέρα 71η: 9 Μαΐου

436 49 13
                                    

«Ντι, κορίτσι μου, θα στο πληρώσω εγώ. Επιμένω. Τώρα έχεις την ευκαιρία της ζωής σου και εσύ θα την κλωτσήσεις. Το Λονδίνο που τόσο αγαπάς σε περιμένει και θα σε βοηθήσω χωρίς να σου ζητήσω ποτέ να με γηροκομήσεις για αντάλλαγμα. Ο μόνος λόγος που θέλω να το κάνω είναι για να μην τα φάει αυτή» φωνάζει σχεδόν ο πατέρας της Ντι στο τηλέφωνο.

«Πρώτον, μπαμπά, αυτή έχει όνομα. Και δεύτερον είναι γυναίκα σου. Απορώ, ρε μπαμπά, γιατί παντρεύτηκες; Αν δεν μπορείς να εμπιστευτείς τον άνθρωπο που υποτίθεται πως αγαπάς, γιατί να είστε μαζί; Ας έμενες μόνος σου, αφού δε θέλεις και κανέναν να σε γηροκομήσει».

«Με τύλιξε με τα τσαλίμια της. Μ' ακούς; Μη βλέπεις που βγήκες εσύ έτσι θεούσα, η γυναίκα είναι άτιμο πράγμα. Τη μια στιγμή σου χαμογελάει και την επόμενη σε κατασπαράζει».

Η Ντι προσπαθεί να συνειδητοποιήσει ότι ο πατέρας της μόλις την αποκάλεσε θεούσα. «Θεούσα; Έ, όχι και θεούσα, ο ίδιος μου ο πατέρας!» ενίσταται σιωπηρά και συγκρατείται για να μη του φωνάξει και εκείνη και εκτινάξει το σάκχαρό του στα ύψη.

«Ας ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα, μπαμπά. Δε σου φταίνε οι γυναίκες, πίστεψέ με, στις εποχές μας, υπάρχουν άντρες που κάνουν περισσότερα τσαλίμια. Στον άνθρωπο είναι. Και δε σημαίνει ότι όσες είμαστε χαμηλών τόνων, είμαστε θεούσες» του λέει σε ήρεμο τόνο μετά από πολλή προσπάθεια αυτοσυγκέντρωσης. «Σχετικά με το μεταπτυχιακό τώρα, νομίζω πως δεν είναι κατάλληλη στιγμή για να το κάνω. Όχι, τώρα».

«Και πότε θα είναι κατάλληλη στιγμή; Αν δεν τα φάει η κάργια, θα μου τα φάει το κράτος. Δεν ακούς τι γίνεται; Σε άλλον πλανήτη ζεις; Τώρα πρέπει να κάνεις το βήμα. Όσο ακόμα είμαι γερός και μπορώ να σε στηρίζω. Μετά πάει, πέταξε το πουλάκι!...Για στάσου...Μήπως είσαι ερωτευμένη με κανέναν και δε θέλεις να φύγεις; Εσύ θα πετούσες απ' τη χαρά σου αν δεν είχες κάτι να σε δένει εδώ. Το βρήκα;»

Η Ντι νιώθει αμήχανα. Η αλήθεια είναι ότι κανονικά θα έπρεπε να πετάξει απ' τη χαρά της με μια τέτοια πρόταση. Ούτε η ίδια μπορεί να προσδιορίσει ξεκάθαρα τον λόγο που δε νιώθει έτοιμη.

«Σου μιλάω, είσαι τσιμπημένη με κανέναν μαντράχαλο;»

«Μπαμπά, στο κλείνω» του λέει. «Θα ανέβει το δικό μου σάκχαρο στο τέλος».


DilemmaWhere stories live. Discover now