ΠΡΟΛΟΓΟΣ

62 5 3
                                    

Υπάρχουν φορές που καθώς κοιτάζεις πίσω στο παρελθόν σου ανακαλύπτεις πράγματα που μέχρι πριν από λίγο δεν είχες προσέξει πως ήταν εκεί. Παρατηρείς μικρές ξεχασμένες λεπτομέρειες που σε κάνουν να σκέφτεσαι πόσο ανόητος ήσουν. Επειδή, αν τις είχες προσέξει νωρίτερα, τώρα η ζωή σου θα ήταν εντελώς διαφορετική. Υπάρχουν φορές που ακριβώς αυτές οι λεπτομέρειες σε κάνουν να αποδέχεσαι το παρελθόν σου, να το αγκαλιάζεις με στοργή και να συμφιλιώνεσαι με το άτομο που ήσουν τότε, με τις καταστάσεις που είχες βιώσει. Και άλλες που απλά κλείνεις τα μάτια στις αναμνήσεις και εύχεσαι να εξαφανιστούν για πάντα. Να φύγουν μακριά, να σε αφήσουν ήσυχο, να μην σε βασανίζουν άλλο.

Όλοι έχουμε μερικές τέτοιες αναμνήσεις. Αναμνήσεις που πλήγωσαν τότε τα αισθήματά μας, που στιγμάτισαν τις ζωές μας, που ράγισαν τις καρδιές μας, που βίασαν τις ψυχές μας και βεβήλωσαν τους ναούς των κορμιών μας. Αναμνήσεις που ποτέ κανείς δεν μπορεί να διώξει και που πάντα θα επιστρέφουν πιο δυνατές και πιο καταστροφικές για να διαλύσουν αυτά τα λίγα κομμάτια ευτυχίας που σου έχουν απομείνει, για να τελειώσουν το βάρβαρο έργο τους και να καταστρέψουν ολοκληρωτικά τον εσωτερικό σου κόσμο ώστε να σε βυθίσουν στο σκοτάδι της ίδιας σου της ύπαρξης.

Τέτοιες αναμνήσεις είχα κι εγώ από εκείνη τη μαύρη νύχτα. Φρικιαστικές στιγμές, αποτρόπαιες εικόνες, απάνθρωπα γεγονότα που είχαν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη μου και με κάθε ευκαιρία έκαναν επίθεση στο μυαλό μου για να το κομματιάσουν. Κι όλα αυτά επειδή το ζήτησε κάποιος. Ο τότε ηγεμόνας της χώρας. Ο ίδιος ο βασιλιάς.

«Ανοίξτε στο όνομα του βασιλιά!» φώναζε ένας από τους στρατιώτες ξανά και ξανά εκείνη τη μοιραία νύχτα.

Εκείνη τη νύχτα που οι άντρες του βασιλιά με τα μεγάλα ξίφη και τα μαύρα πρόσωπα εισέβαλαν δια της βίας στο σπίτι μας και το κατέστρεψαν μαζί με τη ζωή μου. Εκείνη τη νύχτα, παρ' όλο που ο φόβος είχε εισβάλει μέσα μου και με κατέτρωγε αργά και βασανιστικά, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να σκεφτώ: «Γιατί;» Γιατί σε εμάς; Γιατί στη δική μου οικογένεια; Από ολόκληρο το χωριό γιατί έπρεπε οι στρατιώτες να χτυπήσουν τη δική μας πόρτα; Κι όπως τότε, έτσι και τώρα όσο περισσότερο περιτριγυρίζω αυτή τη σκέψη στο μυαλό μου τόσο πιο σίγουρη γίνομαι πως η απάντηση είναι: «Γιατί υπάρχεις εσύ.»

«Σας διατάζω να ανοίξετε την πόρτα!» ακούστηκε ξανά έξαλλος ο στρατιώτης που χτυπούσε μετά μανίας τη βαριά ξύλινη πόρτα που έφραζε την είσοδο του σπιτιού μας.

Σκοτεινή ΈλξηWhere stories live. Discover now