Μια καλύβα στο Δάσος.

24 1 1
                                    

Ο Νικολάκης είναι ενα παιδί σαν τα άλλα. Έχει όλα τα μέρη του σώματος και όλες τις αισθήσεις που χρειάζεται για να είναι φυσιολογικός. Παρ' όλα αυτά, έχει κάτι που τον κανει να διαφέρει, το περιπετειώδες του μυαλό. Όπου υπάρχει Μυστήριο αυτος τρέχει να το λύσει, η κυρία φιλοσοφία του είναι «αν όχι εγώ, τότε ποιος θα σώσει τον κόσμο από την τρομακτική αποκάλυψη των ζόμπι;» Αγνοούσε όλα τα βλέμματα των συμμαθητών του που προσπαθούσαν να του κατεβάσουν το ηθικό και έλεγε πάντα από μέσα του το ίδιο πράγμα «αν όχι εγώ, τότε ποιος θα...;».

Ο Νικολάκης ζούσε μακριά από τους θορύβους της Πόλης και τα πολυκαταστήματα, Αντιθέτως, το μικρό του ξύλινο σπίτι βρισκόταν απέναντι από το δάσος. Ήταν μονάχα ένα ξύλινο σπιτάκι, χτισμένο στην απέναντι όχθη ενός μικρού ποταμού. Πολλοί λένε ότι αυτός είναι ο λόγος που του Νικολάκη του αρέσει η περιπέτεια και η δράση. Ο μπαμπάς του ήταν ξυλουργός και πουλούσε καρέκλες, τραπέζια και ξύλινα οικιακά σκεύη στην αγορά, τα έφτιαχνε ο ίδιος με μόχθο και κόπο. Η μητέρα του μαγείρευε και ήταν συνήθως στον κήπο, καλλιεργούσε λαχανικά και φύτευε λουλούδια. Η μικρή του οικογένεια ήταν φτωχή σε χρήματα, άλλα πολύ πλούσια σε αγάπη και ζεστασιά.

Ένα πρωϊνό του Ιούνη ο Νικολάκης είχε καλέσει τους φίλους του για παιχνίδι. Έπαιξαν και έφαγαν και αποφάσισαν να πάνε βόλτα στο Δάσος. Η ανυπομονησία των παιδιών ήταν απερίγραπτη. Ήταν όλοι έτοιμη για περιπέτεια. Ο ήλιος απλώθηκε παντού. Το δάσος ήταν γεμάτο από πανύψηλα πράσινα πεύκα που έκρυβαν τον καταγάλανο ουρανό. Η βλάστηση ήταν τόσο πυκνή που ανάγκασε τα παιδία να φορέσουν ψηλές και χοντρές κάλτσες για να μην τσιμπηθούν από τα αγριόχορτα. Η μέρα ήταν κατάλληλη για πεζοπορία. Ο Ήλιος άρχισε να φεύγει. Τα παιδία άρχισαν να δυσανασχετούν. Ο Νικολάκης όμως δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την ξύλινη καλύβα που βρισκόταν βαθύτερα μέσα στο δάσος. Οι φίλοι του κοντοστάθηκαν, ο Νικολάκης γεμάτος περιέργεια και όρεξη για περιπέτεια άφησε το σακίδιο του πάνω σε ένα κομμένο κορμό δένδρου και άρχισε να περπατά προς την μυστηριώδης καλύβα που μόλις ανακάλυψε. Οι φίλοι τον ακολούθησαν χωρίς δισταγμό. Η μέρα χανόταν με γοργούς ρυθμούς μπροστά στα μάτια τους, τα παιδιά ήξεραν ότι έπρεπε να επιστρέψουν πίσω άλλα ο Νικολάκης ήταν αποφασισμένος να λύσει το μυστήριο. Το θέαμα που αντίκρισε όταν έφτασε πιο κοντά ήταν φοβερό.

Η εγκαταλημένη καλύβα περιτριγυρισμένη από ψηλές μαργαρίτες και φωλιές σπουργιτιών έδειχνε να σφάζει από ζωή. Πως υπήρχαν τόσο όμορφα λουλούδια χωρίς κάποιος να τα ποτίζει; σκέφτηκαν τα παιδιά, όμως δεν είχαν την ευκαιρία να το δουν καλύτερα επειδή η νύχτα ερχόταν και δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν άλλο. Ο Νικολάκης ήξερε πολύ καλά ποια θα ήταν η επόμενη του περιπέτεια. Οι τρείς φίλοι με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Νικολάκη, πέρασαν δίπλα από ένα μικρό ποταμάκι, πάτησαν κάτι αγριόχορτα, εκνεύρισαν ενα γατί με τα ενοχλητικά τους βήματα και έτρεξαν προς τον προορισμό τους.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Nov 24, 2015 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Οι περιπέτειες του ΝικολάκηWhere stories live. Discover now