Ο κυριος αγνωστος

555 61 0
                                    

Ο καιρός περνούσε και ο Τζεεις μεγάλωνε, είχε ήδη φθάσει την ηλικία των 5,είχε αρχίσει να διαμορφώνει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της Μάμας του.Ήταν ένα πολύ γλυκό παιδί όλοι συνήθιζαν να το λένε.Κάθε φορά που έβγαινε με τη μαμά του για ψώνια όλοι λάτρευαν να του μιλούν ή να παίζουν μαζί του,το ίδιο ένοιωθε και ο Τζεεις μια απερίγραπτη χαρά που ήθελε να διαρκέσει και στο σπίτι...
Όταν ο Τζεεις έμενε στο σπίτι με τη μαμά του,ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα αφού ή μαμά του δεν του έδινε σημασία τον υποτιμούσε τον κορόιδευε και τον κακομεταχειριζόταν, τον αποκαλούσε συνήθως "είσαι ένα λάθος".
Ο Τζεεις ένοιωθε ένα πόνο και πολλές ήταν οι φορές που έκλαιγε,ή Ρωξάνη όμως δεν του έδινε σημασία.
Μια μέρα ξαφνικά το κουδούνι χτύπησε ο Τζεεις γύρισε το κεφάλι στη πόρτα αλλά ή Ρωξάνη σηκώθηκε γρήγορα από τον καναπέ και άνοιξε τη πόρτα.Δεν ήταν ο μπαμπάς αλλά ένας άγνωστος κύριος,ένας κύριος με πολλά μουσια,μαύρες μπούκλες και μια μεγάλη μύτη ,φορούσε μαύρα ρούχα και ένα μαύρο μακρύ παλτό.
"-Σου είπα όχι εδώ Αντριου, είναι το παιδί εδώ θα μας δει και ποιος..." δε πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της ή Ρωξάνη μέχρι που τη τράβηξε στη πόρτα ο Αντριου και της έδωσε ένα βαθύ φιλι και εκείνη του ανταπέδωσε.
"-Δε θα μου πεις να μπω μέσα;θα ήθελα πολύ να γνωρίσω το φιλαράκο σου" είπε ο Αντριου
"-δε ξερω Αντριου φοβάμαι" είπε ανησυχώντας ή Ρωξάνη
Ενώ εκείνη τη στιγμή ο Αντριου μπήκε στο μικρό σαλόνι παιρνωντας αγκαλιά τη Ρωξάνη.
Ή Ρωξάνη πάει να ετοιμάσει κάτι για τον Αντριου ενώ εκείνος πλησιάζει τον Τζεεις "-Γεια σου φιλαρακο" λέει ο Αντριου αλλά ο Τζεεις τον αγνοεί παίζοντας με τα παιχνίδια του "-Εξωτερικά μοιάζεται και οι δύο αλλά είναι πολύ αγενής,υποθέτω σα το πατέρα του"είπε ο Αντριου "-Ναι το μιξιαρικο έμοιασε σε εμένα εμφανισιακα αλλά είναι πολύ απόμακρο μερικές φορές..."
"-Μήπως είσαι λίγο υπερβολική Ρωξάνη;παιδί είναι όπως το μάθουν οι γονείς του συμπεριφέρεται"είπε ο Αντριου ενώ ή Ρωξάνη ερχεται σερβιρωντας του μια κουπα τσαι"-εγώ είμαι σα σκλάβα εδώ πρέπει να τον παιρνω μαζί μου όπου πάω, να τον προσέχω ενώ δε θέλω αναγκάζομαι και όλα αυτά εξαιτιας του αθλιου του πατέρα του που νομίζει πως μας προσέχει ενώ το φαγητό που μας φέρνει δε μου φτάνει!" ο Αντριου αρχίζει και τη φιλάει στο λαιμό και της χαϊδεύει τα ξανθά απαλά μαλλιά της "-Μην υπερβάλλεις Ρωξάνη αφού ξέρεις ότι μπορείς να στηρίζεσαι σε εμενα" λέει ο Αντριου καθώς τη τραβάει στο δωμάτιο.Ή Ρωξάνη τον ακολουθεί και ύστερα κλείνουν τη πορτα Τζεεις κάθεται στο σαλονι με το αρκουδάκι που του είχε χαρίσει ο μπαμπάς του στα φετινα του γενέθλια κοιτάζοντας τη πόρτα,περιμένοντας τη στοργή της Μάμας του,τον ερχομό του μπαμπά του,την αγάπη μιας αληθινής οικογένειας.

Teach Me HowDonde viven las historias. Descúbrelo ahora