Φοβος

487 53 3
                                    

Άκουσα τη πόρτα να ανοίγει,μόλις είχα ξυπνήσει από το μεσημεριατικο ύπνο μου
"Τζεεις" άκουσα το μπαμπά να φωνάζει.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κατευθυνθηκα στο σαλόνι
"Γεια σου μπαμπά,πως πηγε ή δουλειά;"
"Όλα καλά σήμερα είχαμε πολλά κέρδη" ειπε έχοντας ένα μεγάλο χαμόγελο.
"Εσύ,πως πήγες στο σχολείο;"
"Μια χαρα" του απάντησα σκυβοντας κάτω και βάζοντας τα χέρια μου στις τσεπες του παντελονιού.
"Είσαι έτοιμος για το σημερινό χορό;" άκουσα το μπαμπά μου να λέει
"Μα..μα πως το εμαθες;"
"Είδα τον Άλεξ στο δρόμο με ενα κουστούμι και μου είπε πως σήμερα είναι ο χορός οπότε υπέθεσα πως θα πας και εσύ"
Δεν ήθελα να του πω ότι δε θέλω να πάω αλλά δε μπορούσα και να του πω ψέματα.
"Δεν έχω όρεξη να πάω,θα καθισω να διαβασω ούτως ή άλλως ο χρόνος περνάει και οι εξετάσεις πλησιάζουν"
Ο μπαμπάς με κοίταξε,μου έκανε νόημα να καθισουμε στο καναπέ,ύστερα γύρισε και μου είπε"Κοιτά Τζεεις ξερω πως οι εξετάσεις είναι σημαντικές για σένα και θα σε υποστήριζω πάντα,το ξέρεις αλλά μη το κανείς αυτό στον εαυτό σου.Ακόμα και αν δεν έχεις σύνοδο κοιτά να πας να διασκεδάσεις,θα είναι μια εμπειρία που θα θυμάσαι και θα χαίρεσαι,δες το σαν διάλειμμα από το διάβασμα.Έχω περάσει...και εγώ από το χορό και εκεί ήταν που γνώρισα και τη σύνοδο μου..Μπορεί και εσύ να τη γνωρίσει εκεί,πήγαινε και διασδεσασε"
Τα λόγια του μπαμπά μπορώ να πω με έπεισαν συν του ότι ήθελα να βρω την άγνωστη κοπέλα,επεισα τον εαυτό μου να πάω.
"Εντάξει μπαμπά θα παω" του είπα και μου χαμογέλασε
Σηκώθηκε πήγε στο δωμάτιο του και έφερε μια σακούλα άνοιξε τη σακούλα μπροστά μου και ήταν ένα μαύρο κουστούμι.
"Αυτό ήταν το κουστούμι που είχα φορέσει στο δικό μου χορό και Τώρα θέλω να το φορεσεις εσύ"
"Μπαμπά είναι πολύ ωραίο κουστούμι,σε ευχαριστώ" και τον αγκαλιασα
Πήγα στο δωμάτιο μου φορεσα το μαύρο κουστούμι και μπορώ να πω ότι με κολάκευε τόνιζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου,έκανε αντίθεση με τα μάτια μου που ήταν μπλε και τα ξανθά μαλλιά μου.Το φορεσα μαζί με κάτι μαύρα παπούτσια
Πήγα στο μπαμπά "Λοιπόν πως σου φαίνεται;"
Ο μπαμπάς μου με παρατηρούσε και ήταν έτοιμος να κλάψει
"Είμαι πολύ περήφανος για σένα Τζεεις"
"Ξέχασαμε όμως κάτι" με πλησιάζει και μου έβαλε μια μπλε γραβάτα
"Έτοιμος" και μου χαμογέλασε
"Θα πάρω τον Άλεξ να τον ειδοποίησω πως θα πάω"
"Ωραία,κοιτά να το απολαυσεις"
"Σε ευχαριστώ μπαμπά" και τον χαιρέτησα ένω εκείνος με κοιταζε, έτοιμος να κλάψει από τη χαρά του.
Πήρα τον Άλεξ και μου είπε πως θα με περίμενε με τη Μαρία έξω από το σχολείο ενώ φώναζε από χαρά.
Έπειτα από λίγο έφτασα στο σχολείο και είδα τον Άλεξ με τη Μαρία.
Τους πλησιασα "γεια σας παιδιά"
Μου αναφωνησαν και οι δύο σχεδόν ταυτόχρονα "Γεια σου Τζεεις"
"Πολύ χαίρομαι που ήρθες" είπε ο Άλεξ
"Θα φροντίσουμε με τον Άλεξ να περάσεις ωραία" μου είπε ή Μαρία.Ή Μαρία φορούσε ένα στραπλες μπλε φόρεμα που ήταν μακρύ και ο Άλεξ ένα μπλε κουστούμι με ένα άσπρο παπιγιόν.
"Ούτε να είχατε να συνεννοηθεί βρε παιδια" είπα ειρωνικά και γελασαμε
"Ενώ εσύ Τζεεις στυλακι ζιγκολο,άντε πάμε μέσα αλλιώς θα χάσουμε το χορό και δε θα μάθουμε την άγνωστη" είπε ο Άλεξ και μου έκλεισε το μάτι.
Μπήκαμε μέσα και πραγματικά είχα εντυπωσιαστεί από το στόλισμα του χώρου,παντού κόκκινες κορδέλες μπαλόνια και ο μπουφες είχε κάθε είδους γλύκισμα..σε κόκκινο χρωμα,αφου το απαιτουσε η μερα.Καθόμουν σε μια γωνία ενώ ο Άλεξ με τη Μαρία χόρευαν ,χαιρομουν που ο Άλεξ είχε βρει κάποια που τον έκανε χαρουμενο,ήταν πολύ ωραίο ζευγάρι και ευχομουν να μη τους χωρίσει τίποτα,ξαφνικά διέκοψαν τις σκέψεις μου μια ομάδα κοριτσιών μου έλεγαν διάφορα,δεν αντεχα αυτό το "φτηνό" πέσιμο μέχρι που κατάφερα να τις ξεφυγω λέγοντας τους πως πρέπει να απαντήσω στο τηλέφωνο,έκανα νεύμα στον Άλεξ που είχε αφοσιωθεί στο χορό,πως πάω έξω.Ενοιωθα αποπνικτικα εκεί μεσα από ένα σημειo,βγηκα έξω στο διάδρομο που ήταν ερηπωμενος,ήσυχος πρώτη φορά τον έβλεπα άδειο.Σκέφτηκα να πάω έξω να πάρω αέρα μέχρι που ακουσα ήχο παπουτσιων,πίστευα πως ήταν πάλι κάποιο απο τα κοριτσια,προηγουμενως
"Πρέπει να μιλήσω στο τηλεφωνο,είναι σημαντικό"
"Τζεεις"
Αλλά αυτή ή φωνή με έκανε να γυρίσω
Ήταν ή Αννα
"Τι κανείς εσύ εδώ;" ή Άννα είχε τελειώσει το σχολείο ,τι έκανε εδώ;
"Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω Τζεεις" είπε ειρωνικά
"Τι θες;" τη Ρώτησα
"Τζεεις πρέπει να σου πω κάτι"
Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο πρόσωπο της,τι να ήθελε να μου πει;
"Εγώ είμαι ή αγνωστη"έμεινα αφώνος" πριν μιλήσεις ΑΣΕ με να μιλησω, σε παρακαλώ.Από τότε στο δημοτικό που σε είδα μου αρέσες αλλά πάντα ήμουν κακιά μαζί σου για να μη καταλάβει κανείς τίποτα,φοβόμουν,ήταν ή πρώτη φορά που μου άρεσε κάποιος και δε ήθελα να το πω σε κανέναν,αλλά με τα χρόνια σταμάτησα να σε πειραζω γιατί ενοιωθα πως σε έκανα να νοιώθεις απαίσια,έτσι σήμερα με τη βοήθεια μιας φίλης μου,σου βαλαμε το χαρτάκι στο ντουλάπι σου και ευχομουν να ερθεις για να μου δώσεις μια ευκαιρία,σε παραλω Τζεεις"
Ή Άννα τελείωσε αυτό που ήθελε να πει,ήταν σειρά μου να πάρω το λόγο,όλα τα συναισθήματα μου περιπλέχτηκαν,την ώρα που πήγαινα να καταλαβω τι γινόταν ενοιωθα όλα αυτά τα συναισθήματα αλλά τελικα με κατεκλυσε ένα κύμα οργής.
"Δε μου αρέσεις κοπέλα μου,δε μπορώ να σου δώσω ψεύτικες ελπίδες οταν δε μου αρέσει, και όλα αυτά που μου έκανες εσύ και ο αδελφός σου πιστεύεις πως θα τα συγχωρεσω;κανείς λάθος,δε θέλω να δώσω ευκαιρία σε κάτι που δε θα έχει ούτε παρόν ούτε μέλλον."
Τα είχα βγάλει όλα από μέσα μου,ολα τα συναισθήματα τόσο χρόνων βγήκαν και ξέσπασα στην Άννα.Ή Άννα είχε καταρρεύσει από τα κλάματα ,δε τη λυπομουν όμως,ηθελα να νοιωσει το πονο που ενοιωθα εγω τοσα χρονια,να το μοιραστω με καποιον εστω και με αυτο το τροπο.
"Μη τολμησεις και με ακολουθήσεις,ούτε να με ξανάπλησιάσεις" περπάτησα με γρήγορο ρυθμό βγαίνοντας από το σχολείο και έφτασα σε ένα πάρκο κοντά στο σχολείο,εκατσα σε ένα πεζούλι και άρχισα να σκεφτομαι μήπως ήμουν σκληρός στην Άννα,αλλά δε την αγαπώ δε μπορώ να είμαι μαζί της αν δε την αγαπώ δε θα μπορέσω να της προσφέρω αυτά που θέλει εκείνη και εγώ.Μετά σκέφτηκα αν κατάληξω και εγώ μόνος σαν την Άννα να με απορρίπτει το κορίτσι που θα της χαρισω τη καρδιά μου;ή ακόμα χειρότερα αν δε καταφέρω να βρω τη κατάλληλη αν δεν αγαπήσω;Μήπως φοβόμουν και εγώ σαν την Άννα;Μετά από χρόνια κύλησαν δακρυα στο πρόσωπο μου όλος ο πόνος που κουβαλουσα τόσα χρόνια ήταν σαν ένα βαρύ φορτίο που δε μπορούσα να το κουβαλάω άλλο.Εκείνη τη στιγμή ενοιωθα σα τέρας που πλήγωσε την Άννα,έμοιαζα σα τη μαμά μου...


Teach Me HowМесто, где живут истории. Откройте их для себя