Ο γείτονας

138 16 12
                                    

Κεφάλαιο 2:

Μέχρι την ώρα που τελείωσα το ξεπακετάρισμα είχε αρχίσει να βρέχει για τα καλά.Η μητέρα μου είχε ξαπλώσει στο δωμάτιό της για να ξεκουραστεί και εγώ απλά έβλεπα τηλεόραση. Δε μας είχαν συνδέσει ακόμα το ίντερνετ,άρα δεν μπορούσα να κάνω και πολλά μια βροχερή ημέρα. Αποφάσισα να πάω για ύπνο νωρίς μιας και αύριο έπρεπε να κατέβω στην πόλη και να βάψω το δωμάτιό μου.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα κατά τις 9.Ο καιρός παραδόξως ήταν ζεστός γι'αυτό φόρεσα ένα καλοκαιρινό φόρεμα. Βγαίνοντας από το σπίτι θυμήθηκα ότι σε δύο εβδομάδες άρχιζε το σχολείο.Βρισκόμουν στην τελευταία τάξη και μετά λογικά θα έφευγα για κάποιο κολέγιο. Περπάτησα κατά μήκος του μικρού δρόμου και έφτασα στο σπίτι των γειτόνων. Δίστασα λίγο πριν χτυπήσω την πόρτα αλλά τελικά το έκανα. Σχεδόν αμέσως άνοιξε και εμφανίστηκε μια κοπέλα στην ηλικία μου.Ήταν μερικά εκατοστά ψηλότερη, με μακριά σγουρα μαύρα μαλλιά που έφταναν μέχρι τη μέση της.Τα μάτια της είχαν ένα έντονο καστανό χρώμα.Ήταν κανονικό μοντέλο .
"Εμμ καλημέρα.Είμαι η Λουξ, μετακόμισα χθες δίπλα με τη μητέρα μου"
"Α ναι σας είδα.Εγώ είμαι η Μέρεντιθ.Χάρηκα για τη γνωριμία Λουξ"
"Κι εγώ. Λοιπόν,έχεις και έναν αδερφό έμαθα. "
"Δυστυχώς "
"Δυστυχώς? "
"Μη με παρεξηγείς,τον αγαπώ.Αλλά όταν ζεις με το δίδυμο αδερφό σου 24 ώρες το εικοσιτετράωρο κάποια στιγμή τρελαίνεσαι. Καταλαβαίνεις?"
"Όχι ακριβώς. Ειμαι μοναχοπαίδι βλεπεις"
"Τυχερή είσαι.Υποθέτω οι γονείς σου σού κάνουν όλες τις χαρες"
"Μένω μονο με τη μαμά μου.Ο πατέρας μου μας άφησε πριν χρόνια.Εκείνη κάνει ότι μπορεί για μένα."
"Λυπάμαι δεν το ήξερα. "
"Δεν πειράζει. Λοιπόν,πάω στην πόλη να αγοράσω κάποια πράγματα για να αλλάξω λίγο αυτό το απαίσιο ροζ μου δωμάτιο και έλεγα αν ήθελες να έρθεις "
"Πολύ θα το ήθελα αλλά πρέπει να τακτοποιησω κάποια πράγματα. Γιατί δεν πας με τον αδερφό μου?"
"Εμμ αν δεν έχει προβλημα"
"Δε θα έχει. Τζέικ έλα εδώ"

Τότε ήρθε στην πόρτα ένας ψηλός νεαρός .Ήταν αρκετά ψηλότερος και από τις δύο μας.Τα μαλλιά του,ξανθα, επεφταν απαλά στα μάτια του,όχι όμως τόσο ώστε να τα κρύβουν.Τα μάτια του είχαν διαφορετικκ χρώμα,ενα καστανο και ενα γαλαζιο. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μετά κοίταξε τη Μέρεντιθ.
"Τι θέλεις αδερφούλα?"
"Να συνοδεύσεις τη Λουξ μέχρι την πόλη που θέλει να αγοράσει κάποια πράγματα."
"Γιατί δεν πας εσύ?"
"Θα πήγαινα αν δεν είχα να τακτοποιήσω ξέρεις τι. "
"Τότε λυπάμαι αλλα ούτε εγώ μπορώ να πάω."
"Παιδιά είναι εντάξει",τους είπα."Δε χρειάζεται να έρθετε αν δεν μπορείτε. Άλλη φορά."
"Είδες?Δεν έχει προβλημα",είπε ο Τζέικ στην αδερφή του."Άντε πάμε μέσα."
"Λυπάμαι Λουξ.Αν θες θα σε βοηθήσουμε μετά με το βάψιμο.Βασικά θες δε θες θα το κάνουμε."
"Εμένα με ρώτησες αν θέλω? ",είπε θυμωμένα ο Τζέικ.
"Εσύ αδερφούλη δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς. Μπορούσες να την πας και αρνήθηκες.Άρα θα έρθεις να βοηθήσεις στο βάψιμο."

Ο Τζέικ δεν απάντησε αλλά μπήκε στο σπίτι τραβώντας και την αδερφή του μαζί.Αναστέναξε και πήρα το δρόμο προς την πόλη.

*Ξέρω ότι τώρα ίσως σας φαίνεται λίγο βαρετό αλλά είναι ακόμα η αρχή.Πρέπει να γίνουν κάποια πράγματα πριν αρχίσει το ενδιαφέρον μέρος ;) Ευχαριστώ πολύ όσους το διαβάζουν!Αν μπορείτε αφήστε κάποιο σχόλιο για να μου πείτε τη γνώμη σας.*

ΦΩΣWhere stories live. Discover now