Αισθανόμουν να βουλιάζω όλο και πιο βαθιά στη θάλασσα και γνώριζα πως θα πνιγόμουν. Οι κινήσεις μου δήλωναν φόβο, ανυπομονησία και άγχος. Πρώτη φορά αισθανόμουν έτσι, μα τώρα ήταν αργά για να κάνω πίσω. Το γκρι φόρεμα με έπνιγε, η ζέστη ήταν αποπνικτική, όλα φάνταζαν τρομερά στα μάτια μου. Έπρεπε να ησυχάσω, με την συγκατάθεση μου γίνονταν όλα, κανείς δεν με ανάγκασε, παρόλαυτα ήθελα να τρέξω όσο πιο μακριά γίνεται κι ας μου κόστιζε τη ζωή μου. Η κούραση ήταν καλά κρυμμένη κάτω από την αριστοκρατική μάσκα μου και το "ειλικρινές" χαμόγελο μου. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο ίδιος ο καιρός είχε ταυτιστεί μαζί μου καθώς ήταν μουντός, γεμάτος σύννεφα που έκρυβαν τον ήλιο. Επίσης το έδαφος ήταν κακοτράχαλο και αργούσαμε περισσότερο να φτάσουμε στον προορισμό μας. Τα άκρα μου είχαν αρχίσει να τρέμουν, αδυνατούσα να κρατήσω στα χέρια μου το βιβλίο που είχα πάρει μαζί μου για την διαδρομή κι απέμεινα με σταυρωμένα τα χέρια μου. Τι άλλο να έκανα πια; Να το έσκαγα; Μα ποια ήμουν για να το κάνω; Θα με σκότωναν αμέσως, δεν μπορούσα να πάω πουθενά, το μόνο που μπορούσα ήταν να είμαι ευγενική και θετική προς τον αφέντη μου σε ό,τι ζητούσε.
Εκτός από τις σκέψεις μου που κάθε άλλο παρά θετικές ήταν, φοβόμουν και για ληστές, συνήθιζαν να παραμονεύουν σε θάμνους και σκοτεινά μονοπάτια και να επιτίθενται σε πλούσιους. Είχαμε βέβαια δυο άνδρες ακριβώς για τον σκοπό αυτό, σε περίπτωση ληστών να αντικρούσουν την επίθεση, όμως δεν με καθησύχαζε πλήρως η παρουσία τους. Αν και ήταν γεροδεμένοι δεν κατάφερναν να με καθησυχάσουν. Αμφιβάλλω αν υπήρχε κάτι ή κάποιος που μπορούσε να το κάνει αυτή τη στιγμή. Αναστέναξα και τράβηξα την προσοχή του κυρίου Αντρέι. Η έκφραση του ήταν γαλήνια, σαν μια ήρεμη θάλασσα, τα όμορφα μελί μάτια του μου θύμιζαν τον πατέρα μου, ο οποίος χάθηκε σε μάχη ληστών για να σώσει τον κύριο εδώ μπροστά μου. Όμως δεν του κρατούσα κακία, δεν έφταιγε αυτός που πέθανε ο πατέρας μου αν και μου είχε αναφέρει πολλές φορές πως αισθανόταν υπεύθυνος. Έβλεπα στο πρόσωπο του στοργή, κι έναν πατέρα που θα ήταν εκεί για μένα.
«Σε ανησυχεί κάτι γλυκιά μου;» η ήρεμη φωνή του με έκανε να ξεχάσω για λίγο τον φόβο και το άγχος μου.
«Απλώς έχω άγχος, τίποτα σημαντικό πατέρα» χαμογέλασα βεβιασμένα κι ύστερα τράβηξα την λευκή δαντελένια κουρτίνα προς τα πίσω για να κοιτάξω από το παράθυρο της άμαξας. Είχε αρχίσει να φαίνεται η Αγία Πετρούπολη. Έκλεισα τα μάτια μου κι αναστέναξα ακόμα μια φορά.
Αυτό ήταν, εδώ θα ήταν ο τελευταίος προορισμός μου.
________
Είναι μικρό, μόνο και μόνο για να μπείτε λίγο στην πλοκή. Ευχαριστώ εκ των προτέρων όσους αφιερώσουν λίγο χρόνο στην ιστορία μου.
Στηρίξτε με votes & σχόλια!!!
YOU ARE READING
Για την καρδιά του διαδόχου
Historical FictionΑυτοκρατορία της Ρωσίας, περίοδος Τσάρου Νικολάου Α' των Ρομανόφ 1835. Η Ναταλία Αντρέεβνα Κοβαλέφσκαγια, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, επισκέπτεται το παλάτι του Τσάρου με σκοπό μια δεξίωση. Ενώ η ίδια καταφέρνει να γίνει αρεστή σε όλους, ένας...