κεφάλαιο 58

15.4K 1.2K 83
                                    



ΤΖΟΡΤΖΙΝΑ


Στη διαδρομή μιλούσαμε για διάφορα θέματα άσχετα με εμάς. Φτάσαμε στο εστιατόριο που είχε επιλέξει και με έπιασε από το χέρι για να μπούμε μέσα, όταν το έκανε έμεινα για λίγο να κοιτάω τα ενωμένα χέρια μας. Μπήκαμε μέσα και μας πήγαν στο τραπέζι μας. Καθώς περπατούσαμε πολλά κεφάλια γύριζαν προς το μέρος μας και μας κοιτούσαν.. Καθίσαμε και άρχισα να παρατηρώ τον χώρο γύρω μας και τους ανθρώπους.

«Σου αρέσει εδώ;» έδειχνε να τον ενδιαφέρει πραγματικά η απάντηση μου

«Ναι! Είναι πολύ όμορφα!» πήρε τον κατάλογο στα χέρια του και έκανα το ίδιο, αντί να διαβάζω το μενού παρατηρούσα εκείνον. Είχε ξυριστεί, φορούσε ένα σκούρο μπλε πουκάμισο με κόκκινες λεπτομέρειες στον γιακά και από κάτω σκούρο τζιν παντελόνι. Ήταν όμορφος και σέξι. Εκτός από ωραίο σώμα και ωραίο πρόσωπο, είχε μια βραχνή αισθησιακή φωνή και ύφος που σε ψάρωνε αμέσως. Από την πρώτη φορά που τον είχα δει στο μπαρ με είχε κερδίσει, δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρω να του αντισταθώ.. Τον αφήνω να παραγγείλει ότι θέλει και περιμένω πως και πώς να αρχίσουμε να μιλάμε. 

Αρχίζει να μου μιλάει για την μέρα που έφυγα από τα Γρεβενά, έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Ένιωσα τρομερά ηλίθια που δεν επέμεινα να τον πάρω τηλέφωνο. Όταν ο πατέρας μου, του αποκάλυψε την ανάμειξη του Κοσμίδη στην ενέδρα που είχε χάσει τους συναδέρφους του, δύο πράγματα σκέφτηκε, το πρώτο ήταν να με προστατέψει κρατώντας με μακριά και το δεύτερο να πληρώσει αυτός ο άνθρωπος για όλα αυτά που είχε κάνει. Το μήνυμα που μου έστειλε δε το εννοούσε, απλά ήθελε να μείνω μακριά του για λίγο. Δε σταμάτησε στιγμή να με παρακολουθεί και έτσι έμαθε για το φιλί... την ώρα που μου το αναφέρει, το πρόσωπο του αλλάζει,

«Ορέστη δεν σήμαινε τίποτα. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω δε θα ζητούσα ποτέ να πάω αυτή τη βόλτα..» απλώνω το χέρι μου πάνω από το τραπέζι και το πιάνει

«Δεν μπορείς να φανταστείς πως ένιωσα... δεν ξέρω τι έχεις καταλάβει αλλά δεν είμαι και ο ευκολότερος άνθρωπος, δεν ερωτεύομαι και δεν δένομαι εύκολα... με εσένα τα έκανα και τα δύο, σε ερωτεύτηκα και δέθηκα μαζί σου..»

«Ορέστη, νιώθω ακριβώς το ίδιο.. αυτούς τους δύο μήνες μακριά σου δε ζούσα, απλά υπήρχα..» είπαμε πολλά και το περισσότερο φαγητό έμεινε στα πιάτα. Επέμενε να πάρουμε γλυκό.. στο μυαλό μου ήθελα αυτόν για επιδόρπιο. Το κατάλαβε από το ύφος μου αλλά δεν είπε τίποτα. Όταν φύγαμε δε με ρώτησε που θα πάμε, απλά ξεκίνησε. Στα μισά της διαδρομής κατάλαβα ότι πηγαίναμε στο σπίτι μου. Άρχισα να αδημονώ και ένιωθα περίεργα. Είχα αγωνία, περισσότερη ακόμα και από την πρώτη φορά που θα βρισκόμασταν μαζί. Δεν μπορούσα να καταλάβω για πιο λόγο ένιωθα έτσι, στη σχολή λίγες ώρες πριν ήμουν μια χαρά.. 

Κάποιος να την προσέχει..Donde viven las historias. Descúbrelo ahora