Αυτό θυμάμαι.

92 8 0
                                    




Στο σπίιτι του:

Εκείνος ξεκίνησε τον διάλογο, μόλις έφυγε η οικογένειά του από το σπίτι, ώστε να αποχαιρετηστούμε με την ησυχία μας.

-Τώρα είμαστε οι δυο μας!

είπε παιχνιδιάρικα, τάχα πονηρά. Το έκανε συνέχεια αυτό φέτος, μετά από κάποιο συμβάν... Το έκανε για να με πειράξει.

-Δεν το κατάλαβα!

του είπα σαρκαστικά.

-Τι θες να κάνουμε;

με ρώτησε με όρεξη.

-Δεν ξέρω...

του απάντησα αμήχανα.

-Έλα, πες! Ό,τι θες, θα κάνουμε! Ο,τιδήποτε μου ζητήσεις, αυτό θα κανουμε!

μου υποσχέθηκε.

-Αλήθεια; Ό,τι κι ό,τι...;

ρώτησα απορημένα.

[Προσπαθώντας συνεχώς να μην σκέφτομαι για το αύριο.]

-Ό,τι θέλει η κολλητούλα μου, διότι θέλω να της αλλάξω κέφια.

είπε σοβαρά.

[Τον πίστεψα, γιατί του είχα εμπιστοσύνη.]

-Ωραίαα.. Ας σκεφτώ, εγώ η Βασίλισσα, τι να διατάξω στον πιστό μου υπηρέτη.

του είπα θεατρικά, χαμογέλασε με εκείνο το ελαφρύ και στραβό χαμόγελό του.

-Άντεε,πες!!!

είπε ανυπόμονα.

[Ξέρω, φοβάται μην κυλήσει γρήγορα ο χρόνος μας και δεν προλάβει να απολαύσει το απαίσιο τέλος.]

-Λέω να παραγγείλουμε πίτσα και να δούμε μία ταινία, με δράση, έγκλημα, κωμωδία, σαρκασμό, θρίλερ, ρομάντζο και δράμα.

του πρότεινα.

-Τέλεια ιδέα για...

-Αλλά πρώτα θέλω να μου κάνεις κάτι...

τον διέκοψα.

-Τι;

απορώντας.

-Βασικά, παράγγειλε πρώτα την πίτσα για να μην αργήσει...

του είπα χαμογελαστά.

[Σίγουρα, κατάλαβε πως πεινάω!]

-Κάποια πεινάει!

είπε χαχανίζοντας.

Πήρε το σταθερό τηλέφωνο. Πληκτρολόγησε τον αριθμό της αγαπημένης μας πιτσαρίας. Και είπε

<<Γειά σας! Θα ήθελα να παραγγείλω μία πίτσα μαργαρίτα με σαλάμι και σως Barbeque. Ναι. Ναι, αυτό είναι του σπιτιού. Ναι,εδώ. Σωστά. ΟΚ. Σε πόση ώρα; Αχά...οκ! Ευχαριστώ,φίλε!>>

Έκλεισε το τηλέφωνο και είπε:

-Σε μισή ώρα έρχεται η πίτσα. Και τώρα τι θα κάνουμε;

-Θέλωωω...

-Τι;

-Μία χάρη...

-Τι χάρη;

-Θα στο 'πώ κατευθείαν...

-Άντε, καλέ!

-Θέλω να δώ τη σοφίτα σου!

έσκυψα το κεφάλι μου ντροπαλά. Μετά από λίγο, ανασήκωσα το βλέμμα μου. Για να τον δώ... Χαμογελούσε.

-Φυσικά! [γέλασε.] Έλα, μαζί μου!

Τον ακολούθησα. Ανεβήκαμε τα σκαλιά. Προσπεράσαμε τον πρώτο όροφο με τα υπνοδωμάτια και ανεβήκαμε τα τελευταία και στενά σκαλιά προς τη σοφίτα. Άνοιξε την πόρτα σιγά-σιγά. Σκοτάδι! Μα, από δυο παράθυρα παρατήρησα τον μπλε σκούρο ουρανό με τα χρυσά, αστραφτερά και άπειρα αστέρια να στολίζουν την νύχτα. Το πιο φωτεινό κόσμημα της βραδιάς αυτής ήταν το ολοστρόγγυλο, γαλάζιο φεγγάρι.

-Πανσέληνος

είπε χαμηλόφωνα.

Μπήκε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Χάθηκε στο απέραντο μαύρο της νύχτας.

-Μπλε Πανσέληνος!

τονίζει.

-Όπως τα μάτια σου το πρωί και όταν είσαι χαρούμενος. Αυτό το μπλε.

του είπα νοσταλγώντας τον ήδη.

Ανάμνηση.Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang