Chapter 1

132 17 9
                                    

Άλλη μια βαρετή και κουραστική μέρα περνάει.Είμαι στον δρόμο για το σπίτι.Περνάω απ'το δάσος.Ανάβω ένα τσιγάρο και συνεχίζω να περπατάω.Αναμνήσεις γίνονται ένα με τον καπνο και ύστερα εξαφανίζονται.Η ζωή μου θα ήταν πιο εύκολη αν δεν νοιαζόμουν τόσο στο παρελθόν.Τουλάχιστον δεν θα είχα τις παραισθήσεις.Αλλά έχω μάθει να ζω με αυτές.Ίσως και η ζωή μου να είναι μία παραίσθηση.Αλλά δεν με νοιάζει.Έτσι ζω.Κι έτσι θα ζω μέχρι να το ξεπεράσω.Που μάλλον δεν θα 'ναι σύντομο.Φτάνω στο σπίτι.Σβήνω το τσιγάρο και επιστρέφω στην πραγματικότητα.Διακρίνω τον Erik.Ο μόνος που με καταλάβαινε σε ό,τι κι αν είχα.Ίσως να με καταλάβαινε και τώρα αλλά μετά από αυτό που προσπάθησε να κάνει δεν τον εμπιστεύομαι.Όμως είναι φίλος από παλιά δεν μπορώ να τον διαγράψω έτσι εύκολα.Ούτε αυτός μπορεί.Νομίζω.Με το που βλέπει το πακέτο με τα τσιγάρα το αρπάζει και βάζει ένα στο στόμα του.

-Χευ Εμ.
-Γεια,του λέω παγωμένα.
-Έλα ρε εμ ακόμα μου κρατάς κακία;
-Δεν ήταν και λίγο.Λέω και μπαίνω στο σπίτι μου.

Η μητέρα μου λείπει.Ευκαιρία,σκέφτομαι.Ανεβαίνω στο μπάνιο παίρνω το ξιραφάκι και αρχίζω να τραβάω κάθετες γραμμές.Αρρωστημένο.Μ'αρέσει.Δεν θυμάμαι πότε το ξεκίνησα.Αλλά μου έγινε συνήθεια.Πάω στο δωμάτιό μου.Κοιτάζω έξω απ'το παράθυρο.Ο Erik είναι ακόμα εκεί.Αλλά δεν είναι μόνος.Είναι με ένα αγόρι.Ένα όμορφο αγόρι.Μοιάζει τόσο διαφορετικός απ'τον Erik.Παρ'όλο που μοιάζουν στο ντύσιμο στο βλέμμα του βλέπω καλοσύνη.Άσχημο.Κάτι το διαφορετικό για εμένα.Η χαρά και η καλοσύνη μού γύρισαν την πλάτη χρόνια τώρα.
Ο Έρικ μου κάνει νόημα να κατέβω αλλά δεν έχω σκοπό να το κάνω.Ξαπλώνω στο κρεβάτι βάζω τα ακουστικά μου κι αποκοιμίεμαι.

Τρέχω τρέχω και δεν έχω σταματημό.Κάποιος με κυνηγάει.Δεν μπορώ να τον δω.Φοβάμαι.Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω τον πατέρα μου σε μορφή δαίμονα από πίσω μου.Χτυπάω σε ένα δέντρο.Με φτάνει.Βάζει τα χέρια του γύρω απ'το λαιμό μου.Πνίγομαι.

Φύγε μακριά μου,ουρλιάζω και καταλαβαίνω ότι ήταν εφιάλτης.Απ'όταν πέθανε ο πατέρας μου αυτοί οι εφιάλτες με στοιχειώνουν.Ως συνήθως κανείς δεν είναι σπίτι,να με ηρεμήσει από αυτό το μαρτύριο.Τρέμω.Δεν μπορώ να κάνω τίποτα πάω στο μπάνιο και βυθίζομαι στο νερό.

Αφού ήξερες γιατί δεν το σταμάτησες.

Η φωνή επαναλαμβάνει ξανά αυτές τις λέξεις και ουρλιάζω ακόμα μια φορά για να τη διώξω.

Η ώρα είναι 7.Σκατά.Σε μισή ώρα θα έρθει ο ψυχολόγος.Όχι ότι με βοηθάει αλλά η μητέρα μου έτσι νομίζει.Εγώ πάλι είτε έρχεται είτε όχι το ίδιο νιώθω.Δεν μπορεί να με κάνει καλά ένας ηλίθιος ψυχολόγος...

Αρχίζει πάλι τις χαζές ερωτήσεις και δεν αντέχω άλλο.Της τα απανταω όλα καλά μπας και πειστεί ότι είμαι καλά και σταματήσει να 'ρχεται.

-Πρόοδο βλέπω.
Τα κατάφερα...

-Ναι κι εγώ νιώθω καλύτερα τελευταία.Ψέμαααα

-Θα το συζητήσω με τη μητέρα σου να αραιώσουμε τις επισκέψεις,λέει και φεύγει.

Επιτέλους ξανά μόνη.Ακόμα αμαρωτιέμαι με ποιον ήταν ο Erik.Εκτός από τους ηλίθιους φίλους του δεν θυμάμαι να τον έχω δει και με κανέναν άλλον.Βασικά αυτός πέρυσι τέλειωσε το σχολείο οπότε δεν ξέρω τι παρέες πρόλαβε να κάνει.Εγώ είμαι ακόμα στην δευτέρα λυκείου με τα ψώνια που νομίζουν ότι είναι κάποιες και με τα αγοράκια που νομίζουν ότι έχουν γίνει άντρες.Δεν απορώ γιατί δεν έχω άλλες παρέες πέρα απ'τον Erik.Δεν ταιριάζω με αυτούς.Έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να νοιαστώ για αυτούς τι νόημα έχει..

Empty&ColdWhere stories live. Discover now