ΠΡΌΛΟΓΟΣ

190 10 0
                                    

Ο αέρας ήταν κρύος και τον ένιωθε να τρυπάει το λευκό της δέρμα σαν καρφιά. Η μονη της παρέα και πηγή ζέστης ήταν το τσιγάρο που σιγοκαιγοταν στο χέρι της και έφερνε στα χείλη της. Η νικοτίνη δρούσε στον οργανισμό της και απαλυνε το άγχος της σε βαθμό να μη την ενδιαφέρει που το αριστερό της χέρι μάλλον θα πάθαινε κρυοπάγημα. Παρόλα αυτά το στομάχι της ήταν ένας αλυτος κόμπος, ένας γόρδιος δεσμός που θα αργούσε να συνέλθει, ακόμα κι όταν όλο αυτό τελείωνε.

Τον περίμενε στωικά, δεν ήξερε καν τι ώρα ήταν, αν είχε αργήσει ή αν είχε φτάσει εκείνη νωρίς. Θα τον έβλεπε πάντως, μια σκοτεινή φιγούρα στο στενό σοκάκι που φωτιζοταν μόνο από μια λάμπα στο κέντρο μεταξύ της εισόδου του δρόμου και του αδιεξόδου που βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα πιο κάτω. Κανείς δεν περνούσε από κει, κι όμως το είχαν κάνει στέκι τους ίσως ακριβώς γι αυτό το λόγο. Αλλά αυτές οι μέρες ήταν εδώ και πολύ καιρό πίσω τους, όλα τα βράδια που κάθονταν στο πεζούλι αψηφώντας κρύο και αέρα και απλά μιλούσαν επειδή αυτό ήταν το μέρος τους, τα απογεύματα που σχεδίαζαν το μέλλον τους μαζί και ξεχωριστά, τα πρωινά με τους καφέδες στο χέρι και τις πρώτες γόπες τις ημέρας να πέφτουν στο αυτοσχέδιο τασάκι. Τους εφιάλτες που έδιωχναν, τα τέρατα μέσα τους που αντιμετώπισαν, τα ουράνια τόξα που έβρισκαν μαζί.

Όμως όλα αυτά είχαν γίνει στάχτη, πριν χρόνια. Και τώρα... τωρα ήταν η ευκαιρία τους να αναναγεννηθουν. Μόνο που δεν ήξερε αν ήθελε να τον έχει ξανά στη ζωή της. Τον φίλο της. Ίσως ούτε εκείνος να ήταν σίγουρος. Αλλά δεν είχαν άλλη ευκαιρία και δεν είχαν τίποτα να χάσουν.

Black And Poisonous Touch L. T.Where stories live. Discover now