Κεφάλαιο 1

318 44 37
                                    

Τα κύμματα τις θάλασσας χτυπούσαν το πρόσωπο μου.Με καλούσαν να ξυπνήσω από το βαθύ ύπνο μου.Τα ρούχα μου ήταν βρεγμένα και το σώμα μου ανακατεμένο με την αμμουδιά.Άρχιζα να ανοίγω σιγά σιγά τα θολά μου μάτια.Το φως του ήλιου με τύφλωνε.Όταν το συνήθισα πια κοίταξα γύρω μου.Μα που είμαι;Τι κάνω εδώ;Γύρω μου υπήρχαν δέντρα πολλά δέντρα και απέραντα βουνά.Τι γυρεύω εδώ;Ονειρεύομαι;

Σηκώθηκα δειλά και τέντωσα το πιασμένο μου σώμα.Άρχισα να τριγυρνώ στο μέρος όπου ξύπνησα.Προς το παρόν δεν υπήρχε κάτι που να μου θυμίζει το μέρος.Φαινόταν εγκαταλελειμένο.Εγκατέληψα την παραλία και κινήθηκα προς το δάσος.Δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο ψηλά δέντρα.Το πράσινο χρώμα κυριαρχούσε στον χώρο.Άκουω και ήχους ζώων,ίσως πουλιών δεν είμαι σίγουρη.Αρχίζω να πανικοβάλλομαι.Που είμαι;Μαμά;Μπαμπά;Τι κάνω εδώ;
Φωνάζω με όλη μου την δύναμη βοήθειαααααααααα!Είναι κανείς εδώ;Αλλά απάντηση δεν πέρνω.Ίσως είναι επικύνδινο να κινηθώ προς τα μέσα.Γυρίζω πίσω στην ακτή με την ελπίδα ότι θα βρεθεί κάποιος εκεί κοντά.
Η ώρα περνάει.Νυχτώνει και αρχίζει να κάνει ψύχρα.Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να γευματίζω με τους γονείς μου και τον μικρό μου αδερφό.
Το γεύμα ήταν πλούσιο.Πρώτη φορά η μαμά μαγειρεύει τόσα πολλά.Γευματίζαμε και συζητούσαμε όπως κάθε φορά ώσπου πέρασε η ώρα και πήγα να ξαπλώσω.Οι γονείς μου μπήκαν μέσα με καληνυχτήσαν και μου είπαν πως με αγαπάν πολύ.Μου φάνηκε λίγο παράξενο.Δεν μου λέγαν συχνά τέτοια λόγια.Πόσο μάλλον να έρθουν και οι δύο μαζί για να τα πουν.
Έπειτα έπεσα για ύπνο και τώρα που ξύπνησα να μαι εδώ.Άραγε που βρίσκομαι;Μοιάζει με νησί αλλά πως βρέθηκα εδώ;Αρχίζω και τα χάνω;Ονειρεύομαι;Γιατί γαμώτο σε μένα όλα αυτά;Ποια τρέλα με ακολουθεί;
Μπαμ.Ακούστηκε ένας ήχος πυροβολιτού.Αρχίζω να φοβάμαι.Τι γίνεται εδώ.Σε πόλεμο βρίσκομαι ή μήπως είμαι αχμάλωτη από κάποιον που θέλει να με σκοτώσει;Άγνωστο.Θέλω να πάω σπίτι μου.Όχι πρέπει να κρυφτώ τώρα.Βρήκα κάτι ξύλα λίγο πιο κάτω και αρχίζω να φτιάχνω ένα μικρό παραπέτασμα.Κρύφτηκα μέσα και αποκοιμήθηκα.

Μαμά,μπαμπά,όχι μην με αφήνεται μόνη.Ξυπνάω μουσκεμένη.Μα τι εφιάλτης ήταν αυτός.Όχι δεν είναι εφιάλτης βρίσκομαι ακόμα εδώ σε αυτό το άγνωστο μέρος.Ακούω βήματα να κατευθύνονται προς εμένα.Είναι τρεις άνδρες,ψηλοί,γεροδεμένοι με ένα παράξενο τατουάζ στον ώμο.Όχι γαμώτο με βρήκαν.Ποιοι είναι αυτοί και τι θέλουν από εμένα.
-Καλώς ήρθες στο άγνωστο νησί είπε ο ένας απ τους άνδρες.
Φαινόταν ο πιο μεγάλος απ τους τρεις.Είχε μαύρα μαλλιά και σκούρα πράσινα μάτια.
-Θα πρέπει  να μας ακολουθήσεις.Είσαι το νέο εμπόρευμα.Θα σε ενημερώσουμε για ολά όσα πρέπει να γνωρίζεις είπε ο  άλλος.Αυτός είναι ο πιο ψηλός απ τους τρεις.Έχει γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά σαν τον ήλιο.
Δεν πρόλαβα να πω κάτι ούτε όμως και να ρωτήσω.Με πιάσαν από τα χέρια οι δύο και με οδήγησαν προς το δάσος.Περπατούσαμε για μισή ώρα αμίλιτοι ώσπου φτάσαμε μπροστά από ένα σιδερένιο ψηλό καταφύγιο.

Συνεχίζεται....

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Apr 03, 2016 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Το Άγνωστο ΝησίWhere stories live. Discover now