*Μεριά Ρένας*
Πέφτω στο κρεβάτι και χαζεύω την αρχική του Facebook, μαλακίες, μαλακίες, μαλακίες, μαλακίες. Κανένα μήνυμα, αίτημη φιλίας, ηλίθιες ειδοποιήσεις. Κλείνω το κινητό και το αφήνω στο κομοδίνο.
Τι όμορφος που ήταν εκείνος ο νεαρός, είχε πολύ όμορφα καστανά μάτια και τα χέρια του με κρατούσαν τόσο γλυκά. Δεν ένιωσα αηδία όπως ένιωθα με όποιον άλλον με άγγιζε. Εκείνος ήταν κάτι το διαφορετικό. Ούτε ολόκληρο το όνομα του δεν ξέρω, σιγά μην κάτσει να κοιτάξει εμένα.
Με αυτές τις σκέψεις με πήρε ο ύπνος.
*Μεριά αφηγητή/Γιώργου*
Πετάγομαι στον ύπνο μου, ιδρωμένος, διάολε τι ζωντανό όνειρο. Νιώθω υγρά να κυλούν στο εσώρουχο μου και σηκώνομαι ψάχνοντας ένα νέο εσώρουχο. Τελείωσα στον ύπνο μου μόνο με την σκέψη ότι τα κόκκινα χείλη της φιλάνε την άκρη του πέους μου. Γαμώ. Κοιτάω την ώρα και είναι 8 το πρωί. Νωρίς πάλι. Έχω άδεια 7 μέρες, πιάνω ένα λευκό μποξεράκι και ντύνομαι.
Γιατί ήρθε στον ύπνο μου; γιατί έτσι;
Θα πάω να την βρω,θέλω να την δω. Θα πάω και ας μου βγει και σε κακό,όπως λέει ο Παπάζογλου. Φοράω ένα μαύρο τζιν και μια λευκή αμάνικη μπλούζα, ολοκληρώνω την εξωτερική μου εμφάνιση και μπαίνω στο αυτοκίνητο μου, δεν μπορώ να πάω με άδεια χέρια. Βρίσκω το πιο κοντινό στο σπίτι της ανθοπωλείο και παίρνω μια ανθοδέσμη μπλε τριάνταφυλλα. Τουλάχιστον αν με διώξει θα της αρέσουν. Βρίσκω το σπίτι της και χτυπάω το κουδούνι που λέει "5ος όροφος- Ρένα Ιωάννου" ορίστε και το επίθετο της. Χτυπάω και περιμένω να ακουστεί η φωνή της από το ακουστικό.
"Παρακαλώ;" λέει, ίσως κοιμόταν. Θα φάω και βρισιά, μπράβο μαλάκα.
"Ο Γιώργος είμαι. Από χθες." αποκρίνομαι και ακούω τον ήχο που κάνει η πόρτα όταν ανοίγει. Μπαίνω μέσα και φτάνω με το ασανσέρ στον όροφο της, της χτυπάω την πόρτα και την βλέπω με ένα ψιλόμεσο αθλητικό σορτς κοραλλί με λευκές κλωτσές και από πάνω ένα λευκό κοντό τιραντάκι που τονίζει το στήθος της. Με κοιτάει παραξενεμένα με ένα αχνό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της.
"Πως και από εδώ;" ρωτάει ενώ της δίνω τα λουλούδια.
"Πιστεύω να σου αρέσουν." της λέω και κάνει έναν αξιολάτρευτο μορφασμό.
"Μου αρέσουν πολύ, αλλά δεν έπρεπε. Πέρνα να πάρουμε μαζί πρωινό. Έχεις φάει;" πρωινό,μαζί της,καλή ιδέα.
"Όχι Ρενάκι δεν έχω φάει." απαντάω και με τραβάει μέσα, κάθομαι στις καρέκλες πίσω από τον πάγκο της κουζίνας και παρατηρώ το διαμέρισμα της. Δεν είναι υπερδιακοσμημένο, βλέπω ένα καμβά με ένα ολόκληρο γραφείο ειδών ζωγραφικής να στολίζει την γωνία δίπλα από το μεγάλο παράθυρο του μπαλκονιού.
"Σε σκεφτόμουν χθες το βράδυ και το μπλε χρώμα στα μαλλιά σου με έκανε να ερωτευτώ τα μπλε τριαντάφυλλα." πετάω. Καρφώνει το βλέμμα της στο δικό μου καθώς αφήνει μπροστά μου κρουασάν και φρυγανιές με μαρμελάδα και βούτυρο.
"Και εγώ σε σκεφτόμουν. Αλλά με πήρε ο ύπνος." αποκρίνεται έξυπνα και γελάει.
"Άρα σου είμαι βαρετός;" αναρωτιέμαι λίγο πειραγμένος από το χιούμορ της.
"Άρα μου είσαι περίεργος. Τρώμε δεν μιλάμε." αν γλυκιά μου σκύψω ανάμεσα από τα μπούτια σου και φάω αυτό που έχεις ανάμεσα ίσως να μην μιλάω. Γεμίζω το στόμα μου με φρυγανιά και μαρμελάδα ενώ παρατηρώ τα τρίμματα από την φρυγανιά που πέφτουν στα στήθη της.
"Δεν δουλεύεις σήμερα;" ρωτάει.
"Όχι έχω άδεια μέχρι την Δευτέρα. Εσύ συνηθίζεις να βάζεις άγνωστους σπίτι σου;"
"Ναι αν θέλω να τους γνωρίσω." μου απαντάει και καταπίνω τον καφέ που μου έχει φτιάξει.
Αυτή η κοπέλα είναι αλήθεια μυστήριο,ένα μυστήριο που πρέπει να ανακαλύψω. Για να φτάσω στην καρδιά της. Θα γίνει δική μου,όχι από εγωισμό αλλά από έρωτα.
YOU ARE READING
Chaos {Χάος}
RomanceΈνα τυχαίο βράδυ,μια τυχαία συντάντηση. Τελικά τα τυχαία είναι τα καλύτερα;