Κεφάλαιο 8

469 45 1
                                    

Τρέχω έξω μα δεν την βλέπω πουθενά. Τι μαλάκας είμαι. Πλησιάζω τον Άγγελο.

«Είδες μια κοπέλα με μπλε μαλλιά;» ρωτάω έντρομμος.

«Την Ρένα; Ναι. Πήγε πίσω από το μαγαζί.» μου απαντάει και τρέχω προς τα εκεί

Παρεξήγησε. Ναι μαλάκα. Παρεξήγηση που δαχτύλωνες την άλλη. Την βλέπω με το τσιγάρο στο χέρι και της τραβάω το χέρι. Γελάει ειρωνικά και με σπρώχνει.

«Πας καλά ρε; τι κάνεις;» αποκρίνεται επιθετικά.

«Δεν κατάλαβες σωστά.» λέω και της χαιδεύω το μάγουλο.

«Μην με αγγίζεις. Δεν είχα να καταλάβω κάτι. Βασικά τι μου απολογήσαι; είμαστε κάτι; Δεν σε ξέρω καν μια μέρα.» τα λόγια της στάζουν φαρμάκι. «Δεν γουστάρω εξηγήσεις. Φύγε. Τι περίμενες; πως με λουλούδια θα σου καθόμουν όπως η τσουλάρα σου μέσα; Δεν γουστάρω να σε βλέπω.» φεύγει μερικά βήματα και την κολλάω στον τοίχο. Θέλω να την φιλήσω.

«Μην μιλάς. Μην ξανά μιλήσεις. Άσε με να κάνω αυτό που νιώθω. Άσε με γαμώτο. » ψιθυρίζω και της φιλάω τα χείλη, αντιστέκεται αλλά την ηρεμώ. Απομακρύνω τα χείλη μου και τρέχει μακριά μου.

«Ρένα γαμώ.» φωνάζω. Δεν με ακούει και χάνεται στο σκοτάδι. Τι κάνει;

Την φίλησα, την φίλησα. Αλλά μου μίλησε απαίσια. Νιώθω πως ζαλίζομαι, νομίζω πως πρέπει να πάω σπίτι. Πληρώνω το ποτό μου και στέλνω μήνυμα στον Άγγελο ότι έγινε. Η απάντηση του απλά «είσαι μαλάκας», θα μου τα χώσει αύριο.
Ανάβω το αυτοκίνητο και νιώθω τα χείλη της πάνω μου, πατάω το γκάζι και φτάνω σπίτι. Γδύνομαι και πέφτω στο κρεβάτι, καλύτερα ας ξεχάσω το αποψινό βράδυ..

*Μεριά Ρένας*

Πλένω τα τελευταία ποτήρια και βγαίνω έξω στα παιδιά.

«Εγώ φεύγω. Τα έπλυνα όλα. Μανώλη μήπως έχεις χρήματα;» ρωτάω, ξέμεινα άφραγκη. Μου δίνει 100€ και τον κοιτάω.
«Δεν δούλεψα για 100. Για 20 δούλεψα.» γκρινιάζω.
«Εγώ κάνω κουμάντο.» αποκρίνεται.
«Ρένα θα σε πάω σπίτι.» μου προτείνει ο Άγγελος και δέχομαι. Προχωράμε εώς έξω και αράζω στην θέση του συνοδηγού. Βάζει μπροστά.

«Πως γνωρίζεσαι με τον Γιώργο;» που ξέρει τον Γιώργο; ανάθεμα.
«Χθες το βράδυ στα Βραχάκια. Αλλά δεν θέλω να συζητήσω. Τίποτα και για κανέναν.» λέω και σωπαίνω. Δεν κόβει μιλιά και φτάνουμε σπίτι, του χαμογελάω πικρά και ανεβαίνω πάνω.
Δεν ξέρω τι νιώθω, πόθο ίσως, αλλά ο πόθος συνοδεύεται με πόνο και δεν αντέχω άλλο πόνο. Πέφτω στο κρεβάτι αλλά μετά από κάποια ώρα ένα αυτοκίνητο παίζει στην διαπασόν το «Φοβάμαι για σένα» του Βέρτη. Στέκομαι στην κουρτίνα και βλέπω το αυτοκίνητο του. Θα φύγει. Κλείνω τα φώτα και ξαπλώνω αγνοώντας τον ηλίθιο Γιώργο.

=========================================
Τι καλή η Ρένα μα και τι έξυπνος ο Γιώργος.
Κάτι για ταξίδι μυρίζομαι..:3
Καλημέρα.

Chaos {Χάος}Onde histórias criam vida. Descubra agora