Έφευγε...έφευγε...
Φώναζα το όνομά του.Δεν με άκουγε...έφευγε...
Τον είχα ανάγκη.Ένιωθα διαφορετικά.Και τώρα αυτός έφευγε.Γέμιζα με ερωτήματα.Δεν απαντούσε.Με κοιτούσε με ένα κενό βλέμμα.Έκλαιγα.Ούρλιαζα.Αλλά αυτός τίποτα.Καμία ανταπόκριση.Ξύπνησα καταυδρωμένη.Κοίταξα την ώρα και ήταν 5.Ξημερώματα.Το όνειρο ήταν πολύ έντονο.Δεν μπορούσα να σταματήσω να το σκέφτομαι.Καθόμουν και κοίταζα το ταβάνι ώσπου να χτυπήσει το ξυπνητήρι.Ετοιμάστηκα για να πάω στο σχολείο.Δεν τον είδα πουθενά.Οι ώρες στο σχολείο έμοιαζαν ατελείωτες.Το μυαλό μου να μην φευγεί απο εκείνον.Απελπίστικα.Μόλις το κουδούνι για τη λήξη του σχολείου ήχυσε στα αφτιά μου έφυγα τρέχοντας από την τάξη.Αποφάσισα να μην πάω σπίτι έτσι κι αλλιώς δεν θα το καταλάβαινε η μητέρα μου.Ξεκίνησα το δρόμο προς το μέρος διαφυγής μου.Στο δάσος.Καθώς περιπλανιέμαι στο απέραντο πράσινο γεμάτο ζωντάνια τόπιο διάφορες σκέψεις περνάνε απ το μυαλό μου.Αν έβγαινε αληθινό το όνειρο;
-Γιατί κλαις μικρή;
Γύρισα και ήταν αυτός.Έτρεξα και τον αγκάλιασα.Θεέ μου πόση χαρά ένιωσα τότε.-Εε ηρέμησε και πες μου γιατί κλαις..
Του εξήγησα τα πάντα.Για το όνειρο και για τα υπόλοιπα όταν δεν τον βρήκα στο σχολείο.Γέλασε και με αγκάλιασε.
-Μη γελάς,νιώθω άσχημα.
Γέλασε περισσότερο.
Τουλάχιστον τον είχα κοντά μου.
-Όμως δεν μου είπες.Πού ήσουν;
-Είχα κάποιες υποχρεώσεις...
-Τι υποχρεώσεις;
-Δεν πρέπει να τα μαθαίνεις όλα μικρή.Τώρα δεν έπρεπε να τα μαθαίνω όλα;Τώρα μου κρύβει πράγματα;
Κατάλαβε ότι με πείραξε και στράφηκε ξανά σε μένα.-Μην μου θυμώνεις.Δεν μπορώ να σου πω...
Συνέχισα να μην του απαντάω.
-Εντάξει θα σου πω.Αλλά μην μου θυμώσεις περισσότερο.Δεν θα έρχομαι πια στο σχολείο.Και δεν ξέρω αν θα μπορώ να σε βλέπω.
-Και τότε γιατί όλα αυτά;Γιατί ποσπαθούσες να με πλησιάσεις τόσο καιρό;Θα φύγεις.Το ήξερα.
-Δεν είναι έτσι εμ.
-Και πώς είναι;Έρχεσαι στη ζωή μου νιώθω μετά από χρόνια χαρούμενη και τώρα φεύγεις.Όπως όλοι.
Είπα νευριασμένα νιώθοντας τα δάκρυα να έρχονται.Όχι δεν θα έκλαιγα.Δεν θα έκλαιγα μπροστά του.Όχι ξανά.Τι τον έπιασε έτσι ξαφνικά;Ένιωθα προδωμένη.Ήξερα ότι θα το 'κανε.Γιατί ένιωθα έτσι;Σηκώθηκα και ξεκίνησα να φύγω.Μου έπιασε δυνατά το χέρι.-Δεν θα σ'αφήσω να φύγεις.Το ξέρεις.
-Δεν με ενδιαφέρει τι θα κάνεις.
Είχα θολώσει.Τι με είχε πιάσει ξαφνικά;Γιατί τόσος θυμός;Γιατί δεν μπορούσα να ηρεμήσω;Γεμάτη με όλα αυτά να βασανίζουν το μυαλό μου όλα μαύρισαν γύρω μου.
.....
Ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν είχα ξαναδεί ποτέ.Μάλλον θα λυποθίμησα πριν.Είδα τον Ντύλαν που καθόταν στην άκρη του κρεβατιού.Όταν κατάλαβε ότι ήμουν ξύπνια με αγκάλιασε έπιασε τα πόδια μου και με κουβάλησε μέχρι το σπίτι.
-Πού ήμασταν πριν;Ρώτησα αδύναμα.
-Θα σου εξηγήσω άλλη στιγμή.
-Εντάξει,είπα χωρίς καμία διάθεση να το συζητήσω παραπάνω.Με έβαλε να ξαπλώσω και ξάπλωσε δίπλα μου.Με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του.Ξαφνικά ένιωθα ότι ήθελε να με προστατέψει από κάτι.Δεν μπορούσα να επεξαργαστώ όλα αυτά που έγιναν μέχρι τώρα.Αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του ενώ οι εφιάλτες ήρθαν να με βασανίσουν για άλλη μια φορά.
YOU ARE READING
Empty&Cold
General FictionΣε ένα μέρος όπου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει.Σε ένα μέρος τραυματικών αναμνήσεων ο Ντύλαν και η Έμιλυ θα προσπαθήσουν να σωθούν.Δεν ξέρουν όμως τις πολύπλοκες λειτουργίες και τις άσχημες επιπτώσεις που θα ακολουθήσουν εξαιτίας της προσπάθειάς τους...