Η πιο Όμορφη απ όλες.

131 14 12
                                    


Μια φορά κι έναν καιρό, στην πιο ψηλή κορυφή του κόσμου, υπήρχε ένα βασίλειο. Εκεί ζούσε ο βασιλιάς της βροχής και αυτός ήταν υπεύθυνος για το νερό που έπεφτε και πότιζε την γη και τα πλάσματα της. Γέμιζε τις πηγές και τα ποτάμια, δρόσιζε το χορτάρι και ξεδιψούσε όλων των λογιών τα ζώα, μα και τους ανθρώπους.

Ήταν πολυχρονεμένος και πολλές φορές, λόγω της ηλικίας του, γινόταν κακότροπος και γκρινιάρης. Όταν θύμωνε, άδειαζε τα χάλκινα πιθάρια του, που ήταν γεμάτα με νερό, μονομιάς στη γη, προκαλώντας πλημμύρες και κατακλυσμούς. Τα ποτάμια φούσκωναν και οι κοιλάδες γέμιζαν νερό και οι άνθρωποι έτρεχαν να σωθούν απ την μανία του. Άλλες φορές, που ο γέρος βασιλιάς δεν είχε κέφια, γινόταν πολύ τσιγκούνης με το νερό του και δεν το άφηνε να πέσει με αποτέλεσμα η γη να ξεραίνεται και τα πλάσματα της να υποφέρουν από δίψα. Ευτυχώς όμως ήταν λίγες εκείνες οι φορές που το κακό γινόταν. Συνήθως έβρεχε όταν έπρεπε, και σταματούσε όταν είχε βρέξει αρκετά.

Εκείνο τον καιρό, που ήταν άνοιξη για τους ανθρώπους, ο βασιλιάς της βροχής, που τον έλεγαν γερό Βρόχη, στεκόταν στον πιο ψηλό πύργο του παλατιού του και κοιτούσε κάτω, στη γη. Όλα ήταν όμορφα. Τα δάση ήταν πράσινα, τα ποτάμια φιδογύριζαν σαν ασημένιες κορδέλες εδώ κι εκεί και οι λίμνες άστραφταν στο φως του ήλιου. Τα ζώα έτρεχαν ελεύθερα και οι άνθρωποι έκαναν τις δουλειές τους όπως εκείνοι ήξεραν.

«Για στάσου όμως» είπε ξαφνικά στον εαυτό του. «Τι όμορφο πλάσμα είναι αυτό;»

Και ήταν πολύ όμορφο αλήθεια. Ήταν μια νέα κοπέλα.

Τα μαλλιά της ήταν στο χρώμα της γης που σαν τα έβλεπε το φως του ήλιου γινόταν χάλκινα και φλογισμένα ενώ τα μάτια της, άστραφταν σαν κοιτούσε ψηλά. Ο γέρος βασιλιάς ενθουσιάστηκε γιατί πρώτη φορά έβλεπε τόση ομορφιά και τότε στην καρδιά του ξύπνησαν συναισθήματα που ποτέ ξανά δεν είχε νιώσει. Η μοναξιά και η αγάπη, που για πρώτη φορά ένιωθε και δεν μπορούσε να ονοματίσει, του τρύπησαν την καρδιά σαν δίκοπο μαχαίρι.

Τότε κάθισε κάτω και σκέφτηκε.

«Θα κατέβω, θα την βρω και θα την πάρω μαζί μου» είπε στον εαυτό του και χωρίς να το πολυσκεφτεί ανέβηκε επάνω σε ένα άρμα από σύννεφα και κατέβηκε στη γη. Σαν έφτασε πάνω απ το σπίτι της, είδε κρυμμένος μέσα απ τα σύννεφα του, πως ζούσε με τον πατέρα της. Καλλιεργούσαν την γη τους και ζούσαν από αυτή με πολλές δυσκολίες, αλλά κάθε μέρα προσπαθούσαν, και έτσι κυλούσε η ζωή τους. Κατέβηκε απ το άρμα του, μεταμφιέστηκε σε άρχοντα που είχε χάσει τον δρόμο του και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού. Τους βρήκε στο μεσημεριανό τραπέζι κι εκείνοι, φτωχοί μα φιλόξενοι, τον έβαλαν και κάθισε μαζί τους. Του έδωσαν να φάει και να πιει από αυτά που είχαν και αφού τέλειωσαν, η κόρη τους άφησε για να πάει στις δουλειές της. Έτσι, ο γέρος αγρότης και ο μεταμφιεσμένος βασιλιάς, έπιασαν την κουβέντα. Τότε ο βασιλιάς της βροχής βρήκε την ευκαιρία και μίλησε.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jun 15, 2016 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

H πιο όμορφη απ όλες.Where stories live. Discover now